χειριδωτός: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑον" to "εῖον"
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή -ό / [[χειριδωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χειριδοῦμαι]]<br />(για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει [[μανίκια]] (α. [[χειριδωτός]] [[μανδύας]]» β. «κιθῶνας χειριδωτοὺς ποικίλους», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. χιτῶνα γυναικεῑον χειριδωτόν», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει χέρια.
|mltxt=-ή -ό / [[χειριδωτός]], -ή, -όν, ΝΑ [[χειριδοῦμαι]]<br />(για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει [[μανίκια]] (α. [[χειριδωτός]] [[μανδύας]]» β. «κιθῶνας χειριδωτοὺς ποικίλους», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. χιτῶνα γυναικεῖον χειριδωτόν», πάπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει χέρια.
}}
}}
{{lsm
{{lsm