προσαύλειος: Difference between revisions

m
Text replacement - "παῡσ" to "παῦσ"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "παῡσ" to "παῦσ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] σε αγρό, [[αγροτικός]] («παῡσαι λέγων μοι τὰς προσαυλείους τύχας» — σταμάτα να μού μιλάς για αυτά που συμβαίνουν στους αγρούς, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὔλειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αὐλή]])].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κοντά]] σε αγρό, [[αγροτικός]] («παῦσαι λέγων μοι τὰς προσαυλείους τύχας» — σταμάτα να μού μιλάς για αυτά που συμβαίνουν στους αγρούς, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αὔλειος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αὐλή]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm