3,274,313
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prorrizos | |Transliteration C=prorrizos | ||
|Beta Code=pro/rrizos | |Beta Code=pro/rrizos | ||
|Definition=ον, ([[ῥίζα]]) [[by the roots]], [[root and branch]], [[utterly]], θάμνοι π. πίπτουσιν Il.11.157; ὁθ' . . ἐξερίπῃ δρῦς π. 14.415; [πολλοὺς] ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε Hdt.1.32; κακῶς ἐτελεύτησε π. Id.3.40; Ζεύς σε . . π. ἐκτρίψειεν E.Hipp.684, cf. Hdt.6.86. | |Definition=ον, ([[ῥίζα]]) [[by the roots]], [[root and branch]], [[utterly]], θάμνοι π. πίπτουσιν Il.11.157; ὁθ' . . ἐξερίπῃ δρῦς π. 14.415; [πολλοὺς] ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε Hdt.1.32; κακῶς ἐτελεύτησε π. Id.3.40; Ζεύς σε . . π. ἐκτρίψειεν E.Hipp.684, cf. Hdt.6.86.δ; π. ἔφθαρται γένος S.El.765; [γένος] οἴχεται π. And.1.146; δαιμόνων ἱδρύματα π. ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers.812; δίφρων π. ἐκριφθείς S.El.512 (lyr.); π. αὐτὸς . . ἀπολοίμην Ar.Ra.587: neut. [[πρόρριζον]] (as adverb) = [[with the roots]], [[right from the roots]], Arist.HA616a2 (prob.l.), Lyc.214. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |