3,274,313
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
mNo edit summary |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσεβής]], -ές, Μ και εὐσεβός, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, [[θρήσκος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που τον διακρίνει [[ευσέβεια]] (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ»)<br /><b>3.</b> αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό [[προς]] τους γονείς, δασκάλους κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐσεβεῑς πόθοι» — επιθυμίες ή επιδιώξεις που δεν ανακοινώνονται [[φανερά]] και [[είναι]] πολύ δύσκολο να εκπληρωθούν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άγιος]], [[ιερός]] («[[θρησκεία]] εὐσεβὴς και [[θεία]]»)<br /><b>2.</b> [[επίθετο]], τιμητική [[προσφώνηση]] αυτοκρατόρων ή υψηλών προσώπων (α. «ἡ ἀγαθή... εὐσεβεστάτη [[βασίλισσα]]...» β. «Ἀντωνῑνος ὁ Εὐσεβής»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐσεβές</i><br />η [[ευσέβεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίκαιος]]<br /><b>2.</b> (για αγρό) [[εύφορος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ τῶν εὐσεβῶν [[χῶρος]]» — ο [[κάτω]] [[κόσμος]], ο Αδης<br />β) «[[φόρος]] [[ευσεβής]]» — [[φόρος]] που έχει επιβληθεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ευσεβώς]] (ΑΜ εὐσεβῶς, Α και εὐσεβέως)<br />με [[ευσέβεια]], με σεβασμό [[προς]] τον θεό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορθά]], σωστά («τοὺς καρποὺς πλήρεις γεγονέναι οὐκ ἄν εὐσεβῶς λέγοιμεν [[ἔργον]] [[εἶναι]] τῶν γεωργῶν ἀλλ' [[ἔργον]] τοῦ Θεοῦ»)<br /><b>2.</b> σύμφωνα με την ορθόδοξο [[πίστη]] («τῶν εὐσεβῶς και πιστῶς βασιλευσάντων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σεβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σέβας]]), [[πρβλ]]. [[ασεβής]], [[θεοσεβής]]. Η λ. στην αρχ. ελλ. σήμαινε «τον πιστό στα καθήκοντά του» και [[κυρίως]] στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Η [[σημασία]] αυτή διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική, στην οποία η λ. χρησιμοποιείται για κάποιον που δείχνει ιδιαίτερο σεβασμό [[προς]] τα [[θεία]]]. | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσεβής]], -ές, Μ και εὐσεβός, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, [[θρήσκος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που τον διακρίνει [[ευσέβεια]] (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ»)<br /><b>3.</b> αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό [[προς]] τους γονείς, δασκάλους κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐσεβεῑς πόθοι» — επιθυμίες ή επιδιώξεις που δεν ανακοινώνονται [[φανερά]] και [[είναι]] πολύ δύσκολο να εκπληρωθούν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άγιος]], [[ιερός]] («[[θρησκεία]] εὐσεβὴς και [[θεία]]»)<br /><b>2.</b> [[επίθετο]], τιμητική [[προσφώνηση]] αυτοκρατόρων ή υψηλών προσώπων (α. «ἡ ἀγαθή... εὐσεβεστάτη [[βασίλισσα]]...» β. «Ἀντωνῑνος ὁ Εὐσεβής»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐσεβές</i><br />η [[ευσέβεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίκαιος]]<br /><b>2.</b> (για αγρό) [[εύφορος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ὁ τῶν εὐσεβῶν [[χῶρος]]» — ο [[κάτω]] [[κόσμος]], ο Αδης<br />β) «[[φόρος]] [[ευσεβής]]» — [[φόρος]] που έχει επιβληθεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ευσεβώς]] (ΑΜ εὐσεβῶς, Α και εὐσεβέως)<br />με [[ευσέβεια]], με σεβασμό [[προς]] τον θεό<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ορθά]], σωστά («τοὺς καρποὺς πλήρεις γεγονέναι οὐκ ἄν εὐσεβῶς λέγοιμεν [[ἔργον]] [[εἶναι]] τῶν γεωργῶν ἀλλ' [[ἔργον]] τοῦ Θεοῦ»)<br /><b>2.</b> σύμφωνα με την ορθόδοξο [[πίστη]] («τῶν εὐσεβῶς και πιστῶς βασιλευσάντων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σεβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σέβας]]), [[πρβλ]]. [[ασεβής]], [[θεοσεβής]]. Η λ. στην αρχ. ελλ. σήμαινε «τον πιστό στα καθήκοντά του» και [[κυρίως]] στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Η [[σημασία]] αυτή διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική, στην οποία η λ. χρησιμοποιείται για κάποιον που δείχνει ιδιαίτερο σεβασμό [[προς]] τα [[θεία]]]. | ||
}} | }} | ||
==Translations== | |||
Arabic: وَرِع, تَقِيّ; Belarusian: богабаязны; Dutch: godvrezend; English: [[god-fearing]], [[God-fearing]], [[godfearing]]; Finnish: jumalaapelkäävä; French: [[religieux]], [[craignant Dieu]]; German: [[gottesfürchtig]]; Greek: [[θεοφοβούμενος]], [[που έχει τον φόβο του Θεού]], [[που φοβάται τον Θεό]], [[θεοβλαβούμενος]], [[που ευλαβείται τον Θεό]], [[θεοσεβής]], [[θεοσεβούμενος]], [[ευσεβής]]; Ancient Greek: [[εὐλαβής]], [[θεοπειθής]], [[θεοσεβής]], [[θεουδής]], [[θεόφοβος]]; Hebrew: יְרֵא אֱלקִים; Hungarian: istenfélő; Italian: timorato di Dio; Kurdish Central Kurdish: خواناس; Latin: [[pius]], [[sanctus]]; Macedonian: богобојазлив; Norwegian Bokmål: gudfryktig; Polish: bogobojny; Portuguese: [[pio]], [[devoto]], [[temente a Deus]]; Russian: [[богобоязненный]], [[богобоязливый]]; Spanish: [[pío]], [[devoto]], [[temeroso de Dios]]; Swedish: gudfruktig; Ukrainian: богобоязливий, богобоязний, богобоязкий |