3,273,404
edits
m (Text replacement - "πλοῑον" to "πλοῖον") |
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|mltxt=το / [[πλοῖον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάθε]] πλωτό [[σκάφος]] και [[κυρίως]] μεγάλων διαστάσεων, [[καράβι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αλιευτικό [[πλοίο]]» και «πλοῖον αλιευτικόν» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αλιεία]], ψαράδικο.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> (σύμφωνα με τον Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου) [[κάθε]] [[σκάφος]] προορισμένο να μετακινείται επί τών υδάτων [[προς]] [[μεταφορά]] προσώπων ή πραγμάτων, [[ρυμούλκηση]], επιθαλάσσια [[αρωγή]], [[αλιεία]], [[αναψυχή]], επιστημονικές έρευνες ή [[άλλο]] ναυτιλιακό σκοπό<br /><b>2.</b> (σύμφωνα με τον κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου) [[κάθε]] [[σκάφος]] που έχει καθαρή [[χωρητικότητα]] [[δέκα]] [[τουλάχιστον]] κόρων και [[είναι]] προωρισμένο να κινείται στη [[θάλασσα]] με δική του [[δύναμη]] πλεύσης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αδελφά πλοία» — πλοία που έχουν ναυπηγηθεί με τις ίδιες προδιαγραφές, έχουν [[συνήθως]] τα [[ίδια]] χαρακτηριστικά, όπως [[μήκος]], [[πλάτος]], [[βύθισμα]], [[ταχύτητα]], μεταφορική [[ικανότητα]], ναυπηγούνται ταυτόχρονα ή [[σχεδόν]] ταυτόχρονα, [[κατά]] κανόνα από την [[ίδια]] [[εταιρεία]], και τις περισσότερες φορές έχουν παραγγελθεί από την [[ίδια]] ναυτιλιακή [[εταιρεία]]<br />β) «ακτοπλοϊκό [[πλοίο]]» — επιβατηγό, επιβατηγό-[[οχηματαγωγό]], επιβατηγό-φορτηγό ή φορτηγό [[πλοίο]] που εκτελεί μεταφορές μόνο στις εσωτερικές θάλασσες μιας χώρας<br />γ) «αλιευτικό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αλιεία]] εσωτερικών θαλασσών, ανοιχτών θαλασσών, ωκεανών και ειδικών αλιευμάτων<br />δ) «[[δεξαμενόπλοιο]]» — [[πλοίο]] που προορίζεται [[κυρίως]] για τη [[μεταφορά]] αργού πετρελαίου από τους τόπους παραγωγής σε κέντρα διύλισης ή προϊόντων διύλισης του πετρελαίου από τα διυλιστήρια στους τόπους διανομής και κατανάλωσης, κν. [[τάνκερ]]<br />ε) «εμπορικό [[πλοίο]] ή [[πλοίο]] μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για τη [[μεταφορά]] εμπορευμάτων τα οποία τοποθετούνται σε κιβώτια ειδικών διαστάσεων, τα κοντέινερ, τα οποία στοιβάζονται στο [[πλοίο]] σε ειδικές υποδοχές στερεώσεως, με [[φορτωτήρα]] του πλοίου ή της ξηράς<br />στ) «επιβατηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] για τη [[μεταφορά]] προσώπων<br />ζ) «επιβατηγό-φορτηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] μικτής μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων<br />η) «θαλαμηγό [[πλοίο]]» — ιδιόκτητο [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αναψυχή]]<br />θ) «ιστιοφόρο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιεί ως κινητήρια [[δύναμη]] τον άνεμο ο [[οποίος]] προσπίπτει [[πάνω]] στα [[ιστία]] του, τα πανιά του<br />ι) «κωπήλατο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που κινείται με [[κουπιά]]<br />ια) «[[ναυαγοσωστικό]] [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που προσφέρει υπηρεσίες για επιθαλάσσια [[αρωγή]] και [[διάσωση]] σε πλοία που κινδυνεύουν<br />ιβ) «παγοθραυστικό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[διάνοιξη]] [[οδών]] πλεύσης σε παγωμένες θάλασσες και λιμάνια, θραύοντας τον πάγο [[καθώς]] έρχεται σε [[επαφή]] [[μαζί]] του και προκαλώντας ανοίγματα λίγο μεγαλύτερα από το [[πλάτος]] του σκάφους<br />ιγ) «πολεμικό [[πλοίο]]» — ειδικά κατασκευασμένο [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για πολεμικούς σκοπούς<br />ιδ) «πλοίοπορθμείο» — [[πλοίο]] για [[μεταφορά]] οχημάτων ή οχημάτων και προσώπων σε μικρές αποστάσεις και [[μέσα]] σε προστατευμένες ή κλειστές θαλάσσιες περιοχές, κν. φέρυμποτ<br />ιε) «[[πλοίο]] τύπου Roll-on, Roll-off» — [[πλοίο]] που μοιάζει με κλειστό [[οχηματαγωγό]] του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, [[αλλά]] έχει [[άνοιγμα]] για [[φορτοεκφόρτωση]] τών οχημάτων, τόσο στην [[πλώρη]] όσο και στην [[πρύμνη]], και [[συνήθως]] και πλευρικό [[άνοιγμα]], από το οποίο εκτείνεται [[προς]] την [[ξηρά]] επικλινές [[δάπεδο]] ή [[ράμπα]] για τις φορτοεκφορτώσεις, ενώ το εσωτερικό του μοιάζει με [[γκαράζ]] πάρκινγκ πολλών ορόφων, όπου σταθμεύουν τα αυτοκίνητα<br />ιστ) «πυρηνοκίνητο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιεί ως [[πηγή]] ενέργειας για την κίνησή του πυρηνικό αντιδραστήρα<br />ιζ) «[[ρυμουλκό]] [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] ειδικά κατασκευασμένο που χρησιμοποιείται για τη [[ρυμούλκηση]] άλλων πλοίων<br />ιη) «[[πλοίο]] με υδροπτερύγια» — [[σκάφος]] που [[είναι]] σχεδιασμένο [[κατά]] τρόπο ώστε να ανυψώνεται [[ολόκληρο]] [[επάνω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού [[καθώς]] αυξάνεται η ταχύτητά του και το οποίο υποστηρίζεται με υδροπτερύγια ειδικής κατασκευής, κν. [[δελφίνι]]<br />ιθ) «φορτηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που μεταφέρει [[ξηρά]] φορτία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλοῖον ἱππαγωγόν» — [[σκάφος]] κατάλληλο για να μεταφέρει άλογα<br />β) «πλοῖον [[λεπτόν]]» — μικρό [[σκάφος]], [[πλοιάριο]], [[καραβάκι]]<br />γ) «πλοῖον [[μακρόν]]» — πολεμικό [[πλοίο]], [[τριήρης]]<br />δ) «πλοῖον στρογγύλον [ἡ φορτηγικόν]» — [[σκάφος]] κατάλληλο για τη [[μεταφορά]] φορτίων, φορτηγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πλοῖον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλόFιον</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- και [[συναίρεση]]) αποτελεί παρ. της λ. [[πλόος]]/ [[πλοῦς]]. Η λ. [[πλοῖον]], η οποία δεν απαντά στον Όμ., χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] για τα εμπορικά πλοία, [[αλλά]] ορισμένες φορές, [[συνήθως]] [[μαζί]] με το επίθ. [[μακρόν]], και για τα πολεμικά και αντικατέστησε σε μτγν. [[εποχή]] τη λ. [[ναῦς]]. | |mltxt=το / [[πλοῖον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάθε]] πλωτό [[σκάφος]] και [[κυρίως]] μεγάλων διαστάσεων, [[καράβι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αλιευτικό [[πλοίο]]» και «πλοῖον αλιευτικόν» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αλιεία]], ψαράδικο.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> (σύμφωνα με τον Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου) [[κάθε]] [[σκάφος]] προορισμένο να μετακινείται επί τών υδάτων [[προς]] [[μεταφορά]] προσώπων ή πραγμάτων, [[ρυμούλκηση]], επιθαλάσσια [[αρωγή]], [[αλιεία]], [[αναψυχή]], επιστημονικές έρευνες ή [[άλλο]] ναυτιλιακό σκοπό<br /><b>2.</b> (σύμφωνα με τον κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου) [[κάθε]] [[σκάφος]] που έχει καθαρή [[χωρητικότητα]] [[δέκα]] [[τουλάχιστον]] κόρων και [[είναι]] προωρισμένο να κινείται στη [[θάλασσα]] με δική του [[δύναμη]] πλεύσης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αδελφά πλοία» — πλοία που έχουν ναυπηγηθεί με τις ίδιες προδιαγραφές, έχουν [[συνήθως]] τα [[ίδια]] χαρακτηριστικά, όπως [[μήκος]], [[πλάτος]], [[βύθισμα]], [[ταχύτητα]], μεταφορική [[ικανότητα]], ναυπηγούνται ταυτόχρονα ή [[σχεδόν]] ταυτόχρονα, [[κατά]] κανόνα από την [[ίδια]] [[εταιρεία]], και τις περισσότερες φορές έχουν παραγγελθεί από την [[ίδια]] ναυτιλιακή [[εταιρεία]]<br />β) «ακτοπλοϊκό [[πλοίο]]» — επιβατηγό, επιβατηγό-[[οχηματαγωγό]], επιβατηγό-φορτηγό ή φορτηγό [[πλοίο]] που εκτελεί μεταφορές μόνο στις εσωτερικές θάλασσες μιας χώρας<br />γ) «αλιευτικό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αλιεία]] εσωτερικών θαλασσών, ανοιχτών θαλασσών, ωκεανών και ειδικών αλιευμάτων<br />δ) «[[δεξαμενόπλοιο]]» — [[πλοίο]] που προορίζεται [[κυρίως]] για τη [[μεταφορά]] αργού πετρελαίου από τους τόπους παραγωγής σε κέντρα διύλισης ή προϊόντων διύλισης του πετρελαίου από τα διυλιστήρια στους τόπους διανομής και κατανάλωσης, κν. [[τάνκερ]]<br />ε) «εμπορικό [[πλοίο]] ή [[πλοίο]] μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για τη [[μεταφορά]] εμπορευμάτων τα οποία τοποθετούνται σε κιβώτια ειδικών διαστάσεων, τα κοντέινερ, τα οποία στοιβάζονται στο [[πλοίο]] σε ειδικές υποδοχές στερεώσεως, με [[φορτωτήρα]] του πλοίου ή της ξηράς<br />στ) «επιβατηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] για τη [[μεταφορά]] προσώπων<br />ζ) «επιβατηγό-φορτηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] μικτής μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων<br />η) «θαλαμηγό [[πλοίο]]» — ιδιόκτητο [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αναψυχή]]<br />θ) «ιστιοφόρο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιεί ως κινητήρια [[δύναμη]] τον άνεμο ο [[οποίος]] προσπίπτει [[πάνω]] στα [[ιστία]] του, τα πανιά του<br />ι) «κωπήλατο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που κινείται με [[κουπιά]]<br />ια) «[[ναυαγοσωστικό]] [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που προσφέρει υπηρεσίες για επιθαλάσσια [[αρωγή]] και [[διάσωση]] σε πλοία που κινδυνεύουν<br />ιβ) «παγοθραυστικό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[διάνοιξη]] [[οδών]] πλεύσης σε παγωμένες θάλασσες και λιμάνια, θραύοντας τον πάγο [[καθώς]] έρχεται σε [[επαφή]] [[μαζί]] του και προκαλώντας ανοίγματα λίγο μεγαλύτερα από το [[πλάτος]] του σκάφους<br />ιγ) «πολεμικό [[πλοίο]]» — ειδικά κατασκευασμένο [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για πολεμικούς σκοπούς<br />ιδ) «πλοίοπορθμείο» — [[πλοίο]] για [[μεταφορά]] οχημάτων ή οχημάτων και προσώπων σε μικρές αποστάσεις και [[μέσα]] σε προστατευμένες ή κλειστές θαλάσσιες περιοχές, κν. φέρυμποτ<br />ιε) «[[πλοίο]] τύπου Roll-on, Roll-off» — [[πλοίο]] που μοιάζει με κλειστό [[οχηματαγωγό]] του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, [[αλλά]] έχει [[άνοιγμα]] για [[φορτοεκφόρτωση]] τών οχημάτων, τόσο στην [[πλώρη]] όσο και στην [[πρύμνη]], και [[συνήθως]] και πλευρικό [[άνοιγμα]], από το οποίο εκτείνεται [[προς]] την [[ξηρά]] επικλινές [[δάπεδο]] ή [[ράμπα]] για τις φορτοεκφορτώσεις, ενώ το εσωτερικό του μοιάζει με [[γκαράζ]] πάρκινγκ πολλών ορόφων, όπου σταθμεύουν τα αυτοκίνητα<br />ιστ) «πυρηνοκίνητο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιεί ως [[πηγή]] ενέργειας για την κίνησή του πυρηνικό αντιδραστήρα<br />ιζ) «[[ρυμουλκό]] [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] ειδικά κατασκευασμένο που χρησιμοποιείται για τη [[ρυμούλκηση]] άλλων πλοίων<br />ιη) «[[πλοίο]] με υδροπτερύγια» — [[σκάφος]] που [[είναι]] σχεδιασμένο [[κατά]] τρόπο ώστε να ανυψώνεται [[ολόκληρο]] [[επάνω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού [[καθώς]] αυξάνεται η ταχύτητά του και το οποίο υποστηρίζεται με υδροπτερύγια ειδικής κατασκευής, κν. [[δελφίνι]]<br />ιθ) «φορτηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που μεταφέρει [[ξηρά]] φορτία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλοῖον ἱππαγωγόν» — [[σκάφος]] κατάλληλο για να μεταφέρει άλογα<br />β) «πλοῖον [[λεπτόν]]» — μικρό [[σκάφος]], [[πλοιάριο]], [[καραβάκι]]<br />γ) «πλοῖον [[μακρόν]]» — πολεμικό [[πλοίο]], [[τριήρης]]<br />δ) «πλοῖον στρογγύλον [ἡ φορτηγικόν]» — [[σκάφος]] κατάλληλο για τη [[μεταφορά]] φορτίων, φορτηγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πλοῖον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλόFιον</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- και [[συναίρεση]]) αποτελεί παρ. της λ. [[πλόος]]/ [[πλοῦς]]. Η λ. [[πλοῖον]], η οποία δεν απαντά στον Όμ., χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] για τα εμπορικά πλοία, [[αλλά]] ορισμένες φορές, [[συνήθως]] [[μαζί]] με το επίθ. [[μακρόν]], και για τα πολεμικά και αντικατέστησε σε μτγν. [[εποχή]] τη λ. [[ναῦς]]. | ||
}} | }} | ||
= | {{trml | ||
Abkhaz: аӷба; Afrikaans: skip; Aghwan: 𐕎𐔽𐔰; Albanian: anije; Ambonese Malay: kapal; Amharic: መርከብ, ላከ; Arabic: سَفِينَة; Gulf Arabic: سَفينة; Armenian: նավ; Old Armenian: նաւ; Assamese: জাহাজ; Assyrian Neo-Aramaic: ܣܦܝܼܢ݇ܬܵܐ, ܓܵܡܝܼ; Asturian: barcu; Azerbaijani: gəmi; Baluchi: جہاز; Bashkir: карап; Basque: itsasontzi; Belarusian: карабе́ль, су́дна; Bengali: জাহাজ; Brahui: جاز; Bulgarian: ко́раб, парахо́д; Burmese: သင်္ဘော; Catalan: vaixell, nau; Chechen: кема; Cherokee: ᏥᏳ; Chinese Cantonese: 船; Dungan: чуан; Gan: 船; Hakka: 船; Jin: 船; Mandarin: 船, 船舶; Min Bei: 船; Min Dong: 船; Min Nan: 船; Wu: 船; Xiang: 船; Chuvash: карап; Crimean Tatar: gemi; Czech: loď; Danish: skib; Dutch: [[schip]]; Elfdalian: stjipp; Erzya: иневенч; Esperanto: ŝipo; Estonian: laev; Faroese: skip; Finnish: laiva; French: vaisseau, bateau, navire; Friulian: nâf, nâv; Galician: navío, nave, barcia, beote, vaixel; Georgian: გემი, ხომალდი; German: [[Schiff]]; Gothic: 𐍃𐌺𐌹𐍀; Greek: [[πλοίο]], [[καράβι]]; Ancient Greek: [[ναῦς]], [[πλοῖον]]; Greenlandic: umiarsuaq; Gujarati: જહાજ; Hawaiian: moku; Hebrew: סְפִינָה, אֳנִיָּה \ אונייה; Hindi: पोत, जहाज़, जलयान; Hungarian: hajó; Icelandic: skip; Indonesian: kapal; Inuktitut: ᐅᒥᐊᕐᔪᐊᖅ; Irish: long, árthach; Italian: nave, bastimento, vascello, transatlantico, piroscafo, naviglio, battello; Japanese: 船, 船舶; Javanese: kapal; Kalmyk: керм; Kannada: ನೌಕೆ; Karelian: laiva; Kashmiri: जहाज़; Kazakh: кеме; Khmer: កប៉ាល់, នាវា, សំពៅ; Korean: 배, 선박(船舶), 선(船); Kurdish Central Kurdish: کهشتی, گهمی; Northern Kurdish: keştî, gemî; Kyrgyz: кеме; Ladino: nave, vapor; Lao: ກຳປັ່ນ, ເຮືອ; Latin: navis; Latvian: kuģis; Lezgi: гими; Lithuanian: laivas; Lombard: nav; Low German German Low German: Schipp; Luxembourgish: Schëff; Lü: ᦵᦣᦲᦉᦗᧁ; Macedonian: брод, лаѓа, кораб; Maguindanao: kapal; Malay: kapal; Malayalam: കപ്പല്, നൌക; Maltese: vapur; ġifen; Manx: lhong; Maori: kaipuke; Maranao: kapal; Marathi: जहाज; Mon: က္ၜၚ်; Mongolian Cyrillic: усан онгоц, онгоц, хөлөг; Uyghurjin: ᠤᠰᠤᠨ; ᠣᠩᠭᠤᠴᠠ, ᠣᠩᠭᠤᠴᠠ, ᠬᠥᠯᠭᠡ; Nahuatl Central: acalli; Classical: acalli; Navajo: tsin naaʼeeł; Neapolitan: barca; Nepali: जहाज; Ngazidja Comorian: meli; Nogai: кеме; North Frisian: schap; skap, Skep; Northern Sami: skiipa, láivi; Norwegian Bokmål: skip; Nynorsk: skip; Occitan: nau, vaissèl; Old Church Slavonic Cyrillic: корабл҄ь, корабь; Old East Slavic: корабль; Old English: sċip; Old High German: skif; Oriya: ଜାହାଜ; Oromo: doonii; Ossetian: науӕ, нау; Ottoman Turkish: گمی; Palauan: diall; Pali: nāvā; Pashto: کښتۍ, کيښتۍ, بېړۍ, ابګوټ; Persian: کشتی, ناو, جهاز, سماری; Polish: statek, okręt, korab; Portuguese: navio; Punjabi: ਜਹਾਜ਼, ਨਾਵ; Shahmukhi: جہاز; Romanian: navă, corabie, vas; Romansch: nav, bartga, bastiment; Russian: [[корабль]], [[судно]], [[пароход]]; Rusyn: корабе́ль; Sanskrit: नौ, नाव, पोत; Santali: ᱡᱟᱦᱟᱡᱽ; Scots: gailey; Scottish Gaelic: long; Serbo-Croatian Cyrillic: бро̑д, ла̑ђа, ко̏раб/кора̑б, ко̏рабаљ/ко̏ра̄баљ; Roman: brȏd, lȃđa, kȍrāb/korȃb, kȍrābalj/korȃbalj; Silesian: statek; Sindhi: جہاز; Sinhalese: නැව; Slovak: loď; Slovene: ladja; Somali: markab; Sorbian Lower Sorbian: łoź; Upper Sorbian: łódź; Southern Altai: кереп; Spanish: [[barco]], [[buque]], [[nave]]; Sranan Tongo: sipi; Swahili: meli, jahazi; Swedish: skepp, fartyg; Tabasaran: гими; Tagalog: barko, daong; Tajik: киштӣ, сафина; Tamil: கப்பல்; Tatar: кораб; Telugu: ఓడ, నావ, నౌక; Thai: เรือ, กำปั่น; Tibetan: གྲུ་གཟིངས; Tigrinya: መርከብ; Tok Pisin: sip; Turkish: gemi; Turkmen: gäämi, gämi, korabl, parohod; Udmurt: корабль; Ugaritic: 𐎀𐎐𐎊𐎚; Ukrainian: корабе́ль, судно́; Urdu: جہاز, پوت; Uyghur: پاراخوت, كېمە; Uzbek: kema, paroxod; Vietnamese: tàu thuỷ, tàu; Volapük: naf; Waray-Waray: barko; Welsh: llong; Yakut: хараабыл; Yiddish: שיף; Zhuang: ruz | |trtx=Abkhaz: аӷба; Afrikaans: skip; Aghwan: 𐕎𐔽𐔰; Albanian: anije; Ambonese Malay: kapal; Amharic: መርከብ, ላከ; Arabic: سَفِينَة; Gulf Arabic: سَفينة; Armenian: նավ; Old Armenian: նաւ; Assamese: জাহাজ; Assyrian Neo-Aramaic: ܣܦܝܼܢ݇ܬܵܐ, ܓܵܡܝܼ; Asturian: barcu; Azerbaijani: gəmi; Baluchi: جہاز; Bashkir: карап; Basque: itsasontzi; Belarusian: карабе́ль, су́дна; Bengali: জাহাজ; Brahui: جاز; Bulgarian: ко́раб, парахо́д; Burmese: သင်္ဘော; Catalan: vaixell, nau; Chechen: кема; Cherokee: ᏥᏳ; Chinese Cantonese: 船; Dungan: чуан; Gan: 船; Hakka: 船; Jin: 船; Mandarin: 船, 船舶; Min Bei: 船; Min Dong: 船; Min Nan: 船; Wu: 船; Xiang: 船; Chuvash: карап; Crimean Tatar: gemi; Czech: loď; Danish: skib; Dutch: [[schip]]; Elfdalian: stjipp; Erzya: иневенч; Esperanto: ŝipo; Estonian: laev; Faroese: skip; Finnish: laiva; French: vaisseau, bateau, navire; Friulian: nâf, nâv; Galician: navío, nave, barcia, beote, vaixel; Georgian: გემი, ხომალდი; German: [[Schiff]]; Gothic: 𐍃𐌺𐌹𐍀; Greek: [[πλοίο]], [[καράβι]]; Ancient Greek: [[ναῦς]], [[πλοῖον]]; Greenlandic: umiarsuaq; Gujarati: જહાજ; Hawaiian: moku; Hebrew: סְפִינָה, אֳנִיָּה \ אונייה; Hindi: पोत, जहाज़, जलयान; Hungarian: hajó; Icelandic: skip; Indonesian: kapal; Inuktitut: ᐅᒥᐊᕐᔪᐊᖅ; Irish: long, árthach; Italian: nave, bastimento, vascello, transatlantico, piroscafo, naviglio, battello; Japanese: 船, 船舶; Javanese: kapal; Kalmyk: керм; Kannada: ನೌಕೆ; Karelian: laiva; Kashmiri: जहाज़; Kazakh: кеме; Khmer: កប៉ាល់, នាវា, សំពៅ; Korean: 배, 선박(船舶), 선(船); Kurdish Central Kurdish: کهشتی, گهمی; Northern Kurdish: keştî, gemî; Kyrgyz: кеме; Ladino: nave, vapor; Lao: ກຳປັ່ນ, ເຮືອ; Latin: navis; Latvian: kuģis; Lezgi: гими; Lithuanian: laivas; Lombard: nav; Low German German Low German: Schipp; Luxembourgish: Schëff; Lü: ᦵᦣᦲᦉᦗᧁ; Macedonian: брод, лаѓа, кораб; Maguindanao: kapal; Malay: kapal; Malayalam: കപ്പല്, നൌക; Maltese: vapur; ġifen; Manx: lhong; Maori: kaipuke; Maranao: kapal; Marathi: जहाज; Mon: က္ၜၚ်; Mongolian Cyrillic: усан онгоц, онгоц, хөлөг; Uyghurjin: ᠤᠰᠤᠨ; ᠣᠩᠭᠤᠴᠠ, ᠣᠩᠭᠤᠴᠠ, ᠬᠥᠯᠭᠡ; Nahuatl Central: acalli; Classical: acalli; Navajo: tsin naaʼeeł; Neapolitan: barca; Nepali: जहाज; Ngazidja Comorian: meli; Nogai: кеме; North Frisian: schap; skap, Skep; Northern Sami: skiipa, láivi; Norwegian Bokmål: skip; Nynorsk: skip; Occitan: nau, vaissèl; Old Church Slavonic Cyrillic: корабл҄ь, корабь; Old East Slavic: корабль; Old English: sċip; Old High German: skif; Oriya: ଜାହାଜ; Oromo: doonii; Ossetian: науӕ, нау; Ottoman Turkish: گمی; Palauan: diall; Pali: nāvā; Pashto: کښتۍ, کيښتۍ, بېړۍ, ابګوټ; Persian: کشتی, ناو, جهاز, سماری; Polish: statek, okręt, korab; Portuguese: navio; Punjabi: ਜਹਾਜ਼, ਨਾਵ; Shahmukhi: جہاز; Romanian: navă, corabie, vas; Romansch: nav, bartga, bastiment; Russian: [[корабль]], [[судно]], [[пароход]]; Rusyn: корабе́ль; Sanskrit: नौ, नाव, पोत; Santali: ᱡᱟᱦᱟᱡᱽ; Scots: gailey; Scottish Gaelic: long; Serbo-Croatian Cyrillic: бро̑д, ла̑ђа, ко̏раб/кора̑б, ко̏рабаљ/ко̏ра̄баљ; Roman: brȏd, lȃđa, kȍrāb/korȃb, kȍrābalj/korȃbalj; Silesian: statek; Sindhi: جہاز; Sinhalese: නැව; Slovak: loď; Slovene: ladja; Somali: markab; Sorbian Lower Sorbian: łoź; Upper Sorbian: łódź; Southern Altai: кереп; Spanish: [[barco]], [[buque]], [[nave]]; Sranan Tongo: sipi; Swahili: meli, jahazi; Swedish: skepp, fartyg; Tabasaran: гими; Tagalog: barko, daong; Tajik: киштӣ, сафина; Tamil: கப்பல்; Tatar: кораб; Telugu: ఓడ, నావ, నౌక; Thai: เรือ, กำปั่น; Tibetan: གྲུ་གཟིངས; Tigrinya: መርከብ; Tok Pisin: sip; Turkish: gemi; Turkmen: gäämi, gämi, korabl, parohod; Udmurt: корабль; Ugaritic: 𐎀𐎐𐎊𐎚; Ukrainian: корабе́ль, судно́; Urdu: جہاز, پوت; Uyghur: پاراخوت, كېمە; Uzbek: kema, paroxod; Vietnamese: tàu thuỷ, tàu; Volapük: naf; Waray-Waray: barko; Welsh: llong; Yakut: хараабыл; Yiddish: שיף; Zhuang: ruz | ||
}} |