συνανοίγω: Difference between revisions

m
Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνανοίγω''': ἀνοίγω [[ὁμοῦ]], συνανοιγόντων τὰς θύρας, ἀντίθετον τῷ [[συγκλείω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 16. ― Παθ., συνανοίγνῠμαι, Θεμίστ. 235C.
|lstext='''συνανοίγω''': ἀνοίγω [[ὁμοῦ]], συνανοιγόντων τὰς θύρας, ἀντίθετον τῷ [[συγκλείω]], Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 16. ― Παθ., συνανοίγνῠμαι, Θεμίστ. 235C.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[ανοίγω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[ανοίγω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=ΜΑ<br />[[ανοίγω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}