ναύτης: Difference between revisions

No change in size ,  29 September 2022
m
Text replacement - "ναῡτ" to "ναῦτ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+):" to "$1 $2, $3:")
m (Text replacement - "ναῡτ" to "ναῦτ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ναύτης]], Α θηλ. [[ναύτρια]], Μ και νάπτης)<br />αυτός που ταξιδεύει με [[πλοίο]] και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας [[μέλος]] του πληρώματός του, σε [[αντιδιαστολή]] με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, [[κυρίως]], ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν μοχθηρίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στο πολεμικό [[ναυτικό]]) αυτός που εκπληρώνει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στο [[ναυτικό]], [[στρατεύσιμος]] ή [[εθελοντής]], όχι [[βαθμοφόρος]]<br /><b>2.</b> [[ναυτικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Οίκος του Ναύτη» — νομικό [[πρόσωπο]] δημοσίου δικαίου υπό την [[εποπτεία]] του υπουργείου Ναυτιλίας που σκοπό έχει την [[παροχή]] ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στους ναυτικούς και στις οικογένειές τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σύντροφος]] («συμποσίου ναῡται», Διον. Ελεγειογράφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>της</i>. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> <i>nauta</i>, <i>nauseda</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ναυτία]], [[ναυτικός]], [[ναυτίλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ναυταρίδιον]], [[ναυτεία]], <i>ναύτιλος</i>, [[ναυτίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ναυτίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ναυτάκι]], [[ναυτόπουλο]], [[ναυτοσύνη]], [[ναυτώνας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ναυτολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ναυτοκολυμβητής]], [[ναυτοκράτωρ]], [[ναυτοπαίδιον]], [[ναυτοτίρων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ναυταπάτη]], [[ναυταποστολή]], [[ναυτασφάλεια]] [[ναυτασφάλιση]], [[ναυτεργασία]], [[ναυτεργάτης]], [[ναυτογράφος]], [[ναυτοδάνειο]], [[ναυτοδίκης]], [[ναυτομεσίτης]], [[ναυτόπαις]], [[ναυτοφυλακή]], [[ναυτόφωνο]]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ναύτης]], Α θηλ. [[ναύτρια]], Μ και νάπτης)<br />αυτός που ταξιδεύει με [[πλοίο]] και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας [[μέλος]] του πληρώματός του, σε [[αντιδιαστολή]] με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, [[κυρίως]], ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν μοχθηρίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στο πολεμικό [[ναυτικό]]) αυτός που εκπληρώνει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στο [[ναυτικό]], [[στρατεύσιμος]] ή [[εθελοντής]], όχι [[βαθμοφόρος]]<br /><b>2.</b> [[ναυτικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Οίκος του Ναύτη» — νομικό [[πρόσωπο]] δημοσίου δικαίου υπό την [[εποπτεία]] του υπουργείου Ναυτιλίας που σκοπό έχει την [[παροχή]] ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στους ναυτικούς και στις οικογένειές τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[σύντροφος]] («συμποσίου ναῦται», Διον. Ελεγειογράφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>της</i>. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> <i>nauta</i>, <i>nauseda</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ναυτία]], [[ναυτικός]], [[ναυτίλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ναυταρίδιον]], [[ναυτεία]], <i>ναύτιλος</i>, [[ναυτίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ναυτίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ναυτάκι]], [[ναυτόπουλο]], [[ναυτοσύνη]], [[ναυτώνας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ναυτολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ναυτοκολυμβητής]], [[ναυτοκράτωρ]], [[ναυτοπαίδιον]], [[ναυτοτίρων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ναυταπάτη]], [[ναυταποστολή]], [[ναυτασφάλεια]] [[ναυτασφάλιση]], [[ναυτεργασία]], [[ναυτεργάτης]], [[ναυτογράφος]], [[ναυτοδάνειο]], [[ναυτοδίκης]], [[ναυτομεσίτης]], [[ναυτόπαις]], [[ναυτοφυλακή]], [[ναυτόφωνο]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm