προσκομίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[κομίζω]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[προς]] κάποιον [[προσάγω]] (α. «οι υποψήφιοι [[πρέπει]] να προσκομίσουν όλα τα δικαιολογητικά» β. «τοῖς Ἀχαιοῖς [[προσκομίζω]] τὴν πόλιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]], [[εμφανίζω]] (α. «ο [[ενάγων]] δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις στο δικαστήριο» β. «προσκομίζουσι [[πάντα]] τὸν σύνδεσμον τῶν ἐπιστολῶν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[τελώ]] την [[προσκομιδή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] σε έναν [[τόπο]], [[μεταφέρω]] («ἁμαξιαίους λίθους προσκομίσας ἀνοικοδομεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] από το εξωτερικό, [[εισάγω]]<br /><b>3.</b> [[καταβάλλω]], [[καταθέτω]] («προσκόμισαι τὰ καθήκοντα [[τέλη]]», πάπ.)<br /><b>5.</b> [[απευθύνω]] λόγο<br /><b>6.</b> [[προσφέρω]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσκομίζομαι</i><br />[[φέρνω]] [[προς]] τον εαυτό μου ή [[φέρνω]] [[προς]] το [[σπίτι]] μου<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> (για [[πλοίο]]) μεταφέρομαι, οδηγούμαι σε έναν [[τόπο]] («αἱ [[εἴκοσι]] [[νῆες]]... προσκομισθεῑσαι κατέπλεον εἰς τὸ [[στρατόπεδον]]», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[κομίζω]]<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[προς]] κάποιον [[προσάγω]] (α. «οι υποψήφιοι [[πρέπει]] να προσκομίσουν όλα τα δικαιολογητικά» β. «τοῖς Ἀχαιοῖς [[προσκομίζω]] τὴν πόλιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]], [[εμφανίζω]] (α. «ο [[ενάγων]] δεν προσκόμισε επαρκείς αποδείξεις στο δικαστήριο» β. «προσκομίζουσι [[πάντα]] τὸν σύνδεσμον τῶν ἐπιστολῶν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[τελώ]] την [[προσκομιδή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] σε έναν [[τόπο]], [[μεταφέρω]] («ἁμαξιαίους λίθους προσκομίσας ἀνοικοδομεῑ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] από το εξωτερικό, [[εισάγω]]<br /><b>3.</b> [[καταβάλλω]], [[καταθέτω]] («προσκόμισαι τὰ καθήκοντα [[τέλη]]», πάπ.)<br /><b>5.</b> [[απευθύνω]] λόγο<br /><b>6.</b> [[προσφέρω]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσκομίζομαι</i><br />[[φέρνω]] [[προς]] τον εαυτό μου ή [[φέρνω]] [[προς]] το [[σπίτι]] μου<br /><b>8.</b> <b>παθ.</b> (για [[πλοίο]]) μεταφέρομαι, οδηγούμαι σε έναν [[τόπο]] («αἱ [[εἴκοσι]] [[νῆες]]... προσκομισθεῖσαι κατέπλεον εἰς τὸ [[στρατόπεδον]]», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm