3,274,216
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)kateu/nastos | |Beta Code=a)kateu/nastos | ||
|Definition=ον, [[not put to bed]], [[waking]], Hsch., Suid., Phot. | |Definition=ον, [[not put to bed]], [[waking]], Hsch., Suid., Phot. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no se ha acostado]], [[que está en vela]] φύλακας σοφούς ... ἀκατεύναστον ἔχοντας ἐπ' αὐτῇ τὴν φροντίδα Cyr.Al.M.70.1373C, cf. Hsch., Sud., Phot.α 723.<br /><b class="num">2</b> [[que no duerme]], [[eterno]], [[perpetuo]] ἡ ὑμνῳδία Cyr.Al.M.69.1056A<br /><b class="num">•</b>del fuego del infierno Cyr.Al.M.71.1017C. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκατεύναστος''': -ον, ὁ μὴ κατευνασθείς, μὴ βληθεὶς εἰς τὴν κλίνην, [[ἄγρυπνος]], «ἀκατεύναστον, ἀκοίμητον», Ἡσύχ. | |lstext='''ἀκατεύναστος''': -ον, ὁ μὴ κατευνασθείς, μὴ βληθεὶς εἰς τὴν κλίνην, [[ἄγρυπνος]], «ἀκατεύναστον, ἀκοίμητον», Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατεύναστος]], -ον) [[κατευνάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατευναστεί, να καταπραϋνθεί<br />«ακατεύναστη [[οργή]]»<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει πέσει στο [[κρεβάτι]], δεν έχει κατακλιθεί. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατεύναστος]], -ον) [[κατευνάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να κατευναστεί, να καταπραϋνθεί<br />«ακατεύναστη [[οργή]]»<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει πέσει στο [[κρεβάτι]], δεν έχει κατακλιθεί. | ||
}} | }} |