ἀλύτρωτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)lu/trwtos
|Beta Code=a)lu/trwtos
|Definition=ον, [[not redeemed]], Sm.<span class="title">Le.</span>25.23.
|Definition=ον, [[not redeemed]], Sm.<span class="title">Le.</span>25.23.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no redimido]] Sm.<i>Le</i>.25.23, Cyr.Al.M.69.1084A.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλύτρωτος''': -ον, ὁ μὴ λυτρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος λυτρωθῆναι, Σύμμ. Λευϊτ. 25. 33.
|lstext='''ἀλύτρωτος''': -ον, ὁ μὴ λυτρωθεὶς ἢ ὁ μὴ δυνάμενος λυτρωθῆναι, Σύμμ. Λευϊτ. 25. 33.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[no redimido]] Sm.<i>Le</i>.25.23, Cyr.Al.M.69.1084A.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλύτρωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί [[ακόμη]] να ελευθερωθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>οι αλύτρωτοι</i><br />ομοεθνείς που βρίσκονται [[ακόμη]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] ξένου κυριάρχου<br />[[σήμερα]] χρησιμοποιείται [[ιδίως]] για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει απαλλαγεί από δυσάρεστα συναισθήματα, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε άσχημη ψυχική [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν πέτυχε το [[διαζύγιο]], την τυπική [[διάλυση]] του γάμου του, ενός γάμου διαλυμένου ουσιαστικά από [[χρόνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λυτρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλυτρωσιά]], [[αλυτρωτικός]], [[αλυτρωτισμός]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀλύτρωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν λυτρώθηκε, δεν ελευθερώθηκε ή δεν μπορεί [[ακόμη]] να ελευθερωθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>[[συνήθως]] στον πληθ.</b> <i>οι αλύτρωτοι</i><br />ομοεθνείς που βρίσκονται [[ακόμη]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]] ξένου κυριάρχου<br />[[σήμερα]] χρησιμοποιείται [[ιδίως]] για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει απαλλαγεί από δυσάρεστα συναισθήματα, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε άσχημη ψυχική [[κατάσταση]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν πέτυχε το [[διαζύγιο]], την τυπική [[διάλυση]] του γάμου του, ενός γάμου διαλυμένου ουσιαστικά από [[χρόνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[λυτρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλυτρωσιά]], [[αλυτρωτικός]], [[αλυτρωτισμός]]].
}}
}}