ἀνερίναστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)neri/nastos
|Beta Code=a)neri/nastos
|Definition=[ῑ], ον, [[not ripened by caprification]], of figs, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 2.8.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">CP</span>2.9.12</span>, Suid.; cf. [[ἀνηρίναστος]].
|Definition=[ῑ], ον, [[not ripened by caprification]], of figs, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 2.8.3</span>, <span class="bibl"><span class="title">CP</span>2.9.12</span>, Suid.; cf. [[ἀνηρίναστος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνηρ- Hsch.<br />[[no cabrahigado]] de higos, Thphr.<i>HP</i> 2.8.3, <i>CP</i> 2.9.12, Sud.<br /><b class="num">•</b>fig. de pers. [[incapaz]] Hermipp.59<br /><b class="num">•</b>[[que no madura]], [[estéril]] Hsch., <i>Et.Gen</i>.860.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνερίναστος''': [ῑ], -ον, ἐπὶ σύκων, [[ὅταν]] ὡριμάζωσιν [[ἄνευ]] τῆς προσαρτήσεως εἰς τὴν συκῆν ὀλύνθων ἐξ ἀγρίας συκῆς, τὸ δ’ ἀνερίναστον ([[σῦκον]]) λευκὸν καὶ ἀσθενὲς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 2. 8, 3, Αἰτ. Φ. 2. 9, 12· - «[[ἀνερίναστος]] συκῆ, ᾗ μὴ προσβέβληται οἱ ἐρινεοί· ἐρινεὸς δέ ἐστι τῆς ἀγρίας συκῆς ὁ καρπός, ὃν καὶ ἀπαρτῶσι τοῖς ἡμέροις, ὡς ἂν οἱ ἐξ αὐτῶν καλούμενοι ψῆνες εἰς τοὺς ὀλύνθους μεταστάντες τελεσφορηθῆναι τούτους παρασκευάσωσι· τοῦτο δὲ ἐρινάζειν λέγεται· οἱ δὲ τὸ [[ἀνερίναστος]] ἀντὶ τοῦ μαλακὸς καὶ [[ἄγονος]]» Σουΐδ. - Ὡσαύτως παρ’ Ἑρμίππ. ἐν «Στρατιώταις» 9, ἀνερίνεος, ον· ἀλλ’ ὁ Meineke διώρθωσεν [[ἀνερίναστος]].
|lstext='''ἀνερίναστος''': [ῑ], -ον, ἐπὶ σύκων, [[ὅταν]] ὡριμάζωσιν [[ἄνευ]] τῆς προσαρτήσεως εἰς τὴν συκῆν ὀλύνθων ἐξ ἀγρίας συκῆς, τὸ δ’ ἀνερίναστον ([[σῦκον]]) λευκὸν καὶ ἀσθενὲς Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 2. 8, 3, Αἰτ. Φ. 2. 9, 12· - «[[ἀνερίναστος]] συκῆ, ᾗ μὴ προσβέβληται οἱ ἐρινεοί· ἐρινεὸς δέ ἐστι τῆς ἀγρίας συκῆς ὁ καρπός, ὃν καὶ ἀπαρτῶσι τοῖς ἡμέροις, ὡς ἂν οἱ ἐξ αὐτῶν καλούμενοι ψῆνες εἰς τοὺς ὀλύνθους μεταστάντες τελεσφορηθῆναι τούτους παρασκευάσωσι· τοῦτο δὲ ἐρινάζειν λέγεται· οἱ δὲ τὸ [[ἀνερίναστος]] ἀντὶ τοῦ μαλακὸς καὶ [[ἄγονος]]» Σουΐδ. - Ὡσαύτως παρ’ Ἑρμίππ. ἐν «Στρατιώταις» 9, ἀνερίνεος, ον· ἀλλ’ ὁ Meineke διώρθωσεν [[ἀνερίναστος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀνηρ- Hsch.<br />[[no cabrahigado]] de higos, Thphr.<i>HP</i> 2.8.3, <i>CP</i> 2.9.12, Sud.<br /><b class="num">•</b>fig. de pers. [[incapaz]] Hermipp.59<br /><b class="num">•</b>[[que no madura]], [[estéril]] Hsch., <i>Et.Gen</i>.860.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνερίναστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[σύκο]]) που ωρίμασε [[χωρίς]] να ορνιαστεί η [[συκιά]]<br /><b>2.</b> ([[συκιά]]) στην οποία δεν κρεμάστηκαν για [[γονιμοποίηση]] ορνοί (ερινεοί, όλυνθοι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[εριναστός]] «αυτός που ωρίμασε με ερινασμό» <span style="color: red;"><</span> [[ερινάζω]] «[[γονιμοποιώ]] [[συκιά]] κρεμώντας στα κλαδιά της καρπούς άγριας συκιάς»].
|mltxt=[[ἀνερίναστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[σύκο]]) που ωρίμασε [[χωρίς]] να ορνιαστεί η [[συκιά]]<br /><b>2.</b> ([[συκιά]]) στην οποία δεν κρεμάστηκαν για [[γονιμοποίηση]] ορνοί (ερινεοί, όλυνθοι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[εριναστός]] «αυτός που ωρίμασε με ερινασμό» <span style="color: red;"><</span> [[ερινάζω]] «[[γονιμοποιώ]] [[συκιά]] κρεμώντας στα κλαδιά της καρπούς άγριας συκιάς»].
}}
}}