3,277,121
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)kfantiko/s | |Beta Code=e)kfantiko/s | ||
|Definition=ή, όν,= [[ἐκφαντορικός]], Procl.<b class="b2">in Alc.Praef</b>. ([[si vera lectio|s.v.l.]]). | |Definition=ή, όν,= [[ἐκφαντορικός]], Procl.<b class="b2">in Alc.Praef</b>. ([[si vera lectio|s.v.l.]]). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> de la divinidad [[revelador]], [[iluminador]] c. gen. θεῷ τῷ τῆς ὅλης ἀληθείας ἐκφαντικῷ Procl.<i>in Alc</i>.proem.5<br /><b class="num">•</b>crist. Λόγος τῶν τοῦ Πατρὸς θελημάτων ἐ. Cyr.Al.M.74.504C<br /><b class="num">•</b>del discurso [[elucidador]], [[clarificador]] δι' ... ἐκφαντικωτέρων λέξεων διασαφῆσαι Dion.Ar.<i>DN</i> 4.11<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. sup. como adv. ἐκφαντικώτατα δέ μοι δοκεῖ ... [[εἰπεῖν]] de un pasaje bíblico, Cyr.Al.M.73.972C.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[como una manifestación divina]] ἐ. ἕκαστα καταλαμβάνειν de fenómenos luminosos en el Sinaí, Aristobul.Alex.1.17 (p.221), de la generación del Hijo en la Trinidad, ἐ., ὡς ἐν ἐκλάμψει θεοπρεπεῖ Cyr.Al.M.73.180C. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκφαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκφαίνων, [[δηλωτικός]], Ἰαμβλ. Προτρ. 322 Kiessl. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 104C. | |lstext='''ἐκφαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκφαίνων, [[δηλωτικός]], Ἰαμβλ. Προτρ. 322 Kiessl. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 104C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκφαντικός]], -ή, -όν)<br />Ι. [[εκφαντορικός]], αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή [[ικανότητα]] να φανερώνει, να αποκαλύπτει, [[εκδηλωτικός]], [[αποκαλυπτικός]]<br />«[[δόγμα]] ἐκφαντικὸν τῆς τῶν θεῶν ὑπεροχῆς» <b>(Ιάμβλ.)</b><br />[[δόγμα]] που φανερώνει, που αποκαλύπτει την [[υπεροχή]] τών θεών<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>εκφαντικώς</i><br />με τρόπο αποκαλυπτικό. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκφαντικός]], -ή, -όν)<br />Ι. [[εκφαντορικός]], αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή [[ικανότητα]] να φανερώνει, να αποκαλύπτει, [[εκδηλωτικός]], [[αποκαλυπτικός]]<br />«[[δόγμα]] ἐκφαντικὸν τῆς τῶν θεῶν ὑπεροχῆς» <b>(Ιάμβλ.)</b><br />[[δόγμα]] που φανερώνει, που αποκαλύπτει την [[υπεροχή]] τών θεών<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>εκφαντικώς</i><br />με τρόπο αποκαλυπτικό. | ||
}} | }} |