ἄσωστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)/swstos
|Beta Code=a)/swstos
|Definition=ον, (σῴζω) [[not to be saved]], [[past recovery]], ἄσωστά οἵ ἐστιν <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>13.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>12.24</span> (ii B. C.). Adv. <b class="b3">-τως, διατίθεσθαι, ἔχειν</b>, Dsc.2.141, Gal.15.753.
|Definition=ον, (σῴζω) [[not to be saved]], [[past recovery]], ἄσωστά οἵ ἐστιν <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>13.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>12.24</span> (ii B. C.). Adv. <b class="b3">-τως, διατίθεσθαι, ἔχειν</b>, Dsc.2.141, Gal.15.753.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[insalvable]], [[perdido]] de una vida licenciosa ἄσωστον αὐτῷ τὸν λοιπὸν βίον ἔσεσθαι Antipho <i>Fr</i>.66, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.7<br /><b class="num">•</b>[[incurable]] (νοσήματα) ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.<i>NA</i> 13.7<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. [[sin salvación]] de unos cazadores ἀποπίπτουσιν D.P.<i>Au</i>.3.1.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en estado desesperado]], [[sin salvación]] διατίθεσθαι Dsc.2.141, ἔχειν Gal.15.753.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut sauver.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σῴζω]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut sauver.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σῴζω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[insalvable]], [[perdido]] de una vida licenciosa ἄσωστον αὐτῷ τὸν λοιπὸν βίον ἔσεσθαι Antipho <i>Fr</i>.66, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.7<br /><b class="num">•</b>[[incurable]] (νοσήματα) ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.<i>NA</i> 13.7<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. [[sin salvación]] de unos cazadores ἀποπίπτουσιν D.P.<i>Au</i>.3.1.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en estado desesperado]], [[sin salvación]] διατίθεσθαι Dsc.2.141, ἔχειν Gal.15.753.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ανέσωστος]] και [[άσωτος]], -η, -ο (AM [[ἄσωστος]], -ον) [[σώζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, [[ανεξάντλητος]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> [[ελλιπής]], [[ασυμπλήρωτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] διασωθεί<br /><b>4.</b> αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει [[κανείς]], [[απλησίαστος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να σωθεί, [[αθεράπευτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να γλυτώσει, να αποφύγει τον θάνατο.
|mltxt=και [[ανέσωστος]] και [[άσωτος]], -η, -ο (AM [[ἄσωστος]], -ον) [[σώζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, [[ανεξάντλητος]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> [[ελλιπής]], [[ασυμπλήρωτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] διασωθεί<br /><b>4.</b> αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει [[κανείς]], [[απλησίαστος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να σωθεί, [[αθεράπευτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να γλυτώσει, να αποφύγει τον θάνατο.
}}
}}