περιοράω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0585.png Seite 585]] (s. [[ὁράω]]), 1) umherschauen, nach allen Seiten umherblicken, Sp. – 2) übersehen, darüberwegsehen, dah. vernachlässigen; gew. c. partic., ruhig mit ansehen u. geschehen lassen, μή σφε περιίδῃς ἀλωμένας Soph. O. R. 1505, Conj. für παρίδῃς; Ar. oft: ταυτὶ περιείδεθ' οἱ πρυτάνεις πάσχοντά με, Ach. 167; οὐ μή σε περιόψομαι ἀπελθόντα, Ran. 509, ich werde dich nicht weggehen lassen; εἰ μή με βούλεσθ' ἀποπνιγέντα περιιδεῖν, Pax 10; in Prosa: ἢν τούτους περιΐδῃς διαρπάσαντας, Her. 1, 89; μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην [[αὖτις]] ἐς Μήδους περιελθοῦσαν, 3, 65; 9, 41 u. sonst; auch c. inf., 1, 24. 4, 113; ἐδέοντο δὲ μὴ [[σφᾶς]] περιορᾶν διαφθειρομένους, Thuc. 1, 25, u. oft; auch c. int., 2, 40. 4, 28. 5, 29; περιεῖδεν ἡμᾶς οὐδενὸς ἐνδεεῖς ὄντας, Is. 1, 12; auch περιιδεῖν ἐνδεεῖς τινος, Plat. Rep. VII, 538 b; δ οῦλον, ἐλεύθερόν τινα, Legg. XI, 934 d; Xen. u. Folgde; vgl. Pol. 1, 49, 8. 2, 9, 8 u. sonst. – Med. sich umsehen, d. i. zögern, abwarten; neben μέλλειν Thuc. 6, 93; auch τινός, sich wonach umsehen, Sorge wofür tragen, 4, 125.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0585.png Seite 585]] (s. [[ὁράω]]), 1) umherschauen, nach allen Seiten umherblicken, Sp. – 2) übersehen, darüberwegsehen, dah. vernachlässigen; gew. c. partic., ruhig mit ansehen u. geschehen lassen, μή σφε περιίδῃς ἀλωμένας Soph. O. R. 1505, Conj. für παρίδῃς; Ar. oft: ταυτὶ περιείδεθ' οἱ πρυτάνεις πάσχοντά με, Ach. 167; οὐ μή σε περιόψομαι ἀπελθόντα, Ran. 509, ich werde dich nicht weggehen lassen; εἰ μή με βούλεσθ' ἀποπνιγέντα περιιδεῖν, Pax 10; in Prosa: ἢν τούτους περιΐδῃς διαρπάσαντας, Her. 1, 89; μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην [[αὖτις]] ἐς Μήδους περιελθοῦσαν, 3, 65; 9, 41 u. sonst; auch c. inf., 1, 24. 4, 113; ἐδέοντο δὲ μὴ [[σφᾶς]] περιορᾶν διαφθειρομένους, Thuc. 1, 25, u. oft; auch c. int., 2, 40. 4, 28. 5, 29; περιεῖδεν ἡμᾶς οὐδενὸς ἐνδεεῖς ὄντας, Is. 1, 12; auch περιιδεῖν ἐνδεεῖς τινος, Plat. Rep. VII, 538 b; δ οῦλον, ἐλεύθερόν τινα, Legg. XI, 934 d; Xen. u. Folgde; vgl. Pol. 1, 49, 8. 2, 9, 8 u. sonst. – Med. sich umsehen, d. i. zögern, abwarten; neben μέλλειν Thuc. 6, 93; auch τινός, sich wonach umsehen, Sorge wofür tragen, 4, 125.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περιοράω''': παρατ. περιεώρων, Ἰωνικ. περιώρεον· πρκμ. περιεόρᾱκα· - ἀκολούθως ἐκ τῆς √ΟΠ-, μέλλ. περιόψομαι, παθ. πρκμ. περιῶμμαι, παθ. ἀόρ. περιώφθην· ἐκ δὲ τῆς √ΙΔ- (δηλ. ϜΙΔ·) σχηματίζεται ὁ ἀόρ. β΄ [[περιεῖδον]]· περὶ τοῦ πρκμ. [[περίοιδα]], ἰδὲ τὴν λ. [[βλέπω]] ὁλόγυρα, Λατ. circumspicer Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 8, πρβλ. 5. ΙΙ. [[παραβλέπω]], δηλ. [[βλέπω]] καὶ δὲν παρατηρῶ, [[ἐπιτρέπω]], ἀνέχομαι. 1) τὸ πλεῖστον μετὰ μετοχ., οὐ [[περιεῖδον]] αὐτὸν ἀναρπασθέντα, δὲν παρέβλεψαν αὐτὸν ἀναρπαζόμενον, δηλ. δὲν ἐπέτρεψαν νὰ ἀναρπασθῇ, Ἡρόδ. 1. 89· μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην [[αὖτις]] ἐς Μήδους περιελθοῦσαν ὁ αὐτ. 3. 65, πρβλ. 2. 110., 4. 118, Σοφ. Ο. Τ. 1705, Ἀριστοφ. Ἀχ. 167, Βάτρ. 509, Ἀντιφῶν 112. 15, Θουκ. 1. 24· [[ταῦτα]] περιιδεῖν γιγνόμενα Δημ. 246, 8, πρβλ. 552. 7· ([[διάφορος]] ἡ μετ’ ἐνάρθρου μετοχῆς [[χρῆσις]]: εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν, ἂν παρίδωμεν τὴν ἐναντίωσιν ὑμῶν, Θουκ. 4. 87)· - σπανίως ἡ μετοχὴ παραλείπεται, οὐ μή με περιόψεται ἄνιππον ([[ὄντα]]) Ἀριστοφ. Νεφ. 124. 2) μετ’ ἀπαρ., περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν Ἡρόδ. 1. 191· τοὺς προπόλους .. οὐ περιορᾶν παριέναι ὁ αὐτ. 2. 64, πρβλ. 1. 24. 191, Θουκ. 1. 35. κτλ.· - παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., οὐκ ἄν με περιεῖδες [ποιέειν] Ἡρόδ. 3. 155· ὁ πυλουρὸς καὶ ὁ [[ἀγγελιηφόρος]] οὐ περιώρεον [αὐτὸν ἐσιέναι] ὁ αὐτ. 3 118, πρβλ. Θουκ. 1. 39, κτλ. περιιδεῖν τινα ἐπί τινι Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 47· ἐάν τε δοῦλον ἐάν τ’ οὖν καὶ ἐλεύθερον περιορᾷ Πλάτ. Νόμ. 934D· π. τὴν ὕβριν τινὸς Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 9· - σπανίως μετὰ γεν., ὡς τὸ [[ὑπεροράω]] ΙΙ. 2, 6, π. τῶν ἄλλων Πλούτ. 2. 764C. III. [[περιμένω]] τι, τὸ μέλλον περιιδεῖν Θουκ. 4. 71· π. εἴ τινες βοηθήσουσι Ἰσοκρ. 194D. IV. Μέσ., [[περιβλέπω]] πρὶν πράξω τι, [[ἀγρύπνως]] παρατηρῶ τὴν πορείαν τῶν πραγμάτων, ἀγρυπνῶ καὶ [[περιμένω]], Θουκ. 5, 31., 6. 93, 103., 7. 33· π. ὁποτέρων ἡ [[νίκη]] ἔσται ὁ αὐτ. 4. 73. 2) μετὰ γεν., [[βλέπω]] ὁλόγυρα [[πρός]] τι, [[ἀγρύπνως]] παρατηρῶ, παραφυλάττω, τῆς Μένδης περιορώμενοι ὁ αὐτ. 4. 124 3) ἀμελῶ, ἀπέχομαι, τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους ὁ αὐτ. 2. 43 (ἂν καὶ ἠδύνατο τοῦτο νὰ ἀνήκη εἰς τὴν σημασίαν ΙΙ. 1).
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> περιόψομαι, <i>ao.2</i> [[περιεῖδον]], <i>pf.</i> περιεόρακα;<br /><i>Pass. ao.</i> περιώφθην, <i>pf.</i> περιῶμμαι;<br /><b>1</b> voir <i>ou</i> regarder autour ; observer, considérer, acc. ; περιορᾶν τὸ μέλλον THC regarder l'avenir, attendre les événements;<br /><b>2</b> regarder d'un œil distrait, avec indifférence <i>ou</i> dédain, acc., <i>rar. gén.</i> ; avec un inf., tolérer, permettre : περιορᾶν παριέναι HDT laisser s'approcher;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περιοράομαι]], [[περιορῶμαι]];<br /><b>1</b> regarder avec soin autour de soi, veiller, observer : ὁποτέρων ἡ [[νίκη]] [[ἔσται]] THC auquel des deux partis restera la victoire;<br /><b>2</b> regarder autour de soi avec inquiétude, être inquiet au sujet de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ὁράω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[περιοράω]], ΜΑ [[περιορώ]]<br /><b>1.</b> [[βλέπω]] [[ολόγυρα]], [[κοιτάζω]] εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> (με κατηγ. μτχ. ή με απρμφ. ή με αντικ. σε γεν. ή σε αιτ.) [[παραβλέπω]], [[παραμελώ]], [[ανέχομαι]] να... (α. «δεόμενοι μὴ σφᾱς περιορᾱν φθειρομένους», <b>Θουκ.</b><br />β. «περιιδόντας τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «...τῶν δ' ἄλλων πάντων περιορᾱν», <b>Πλούτ.</b><br />δ. «ἐάν τ' ελεύθερον περιορᾷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναμένω]], [[περιμένω]] κάποιον ή [[κάτι]] (α. «φανέντα τοῦτον ὁ [[μέγας]] περιορᾷ», Μηναί.<br />β. «ἀμφοτέροις ἐδόκει ἡσυχάσασι τὸ [[μέλλον]] περιιδεῖν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>περιορῶμαι</i><br />α) [[αποφεύγω]], [[παραμελώ]] («μὴ περιορᾱσθε τοὺς πολεμικούς κινδύνους» <br />β) παραφυλάγω, [[καιροφυλακτώ]] («περιορωμένους ὁποτέρων ἡ [[νίκη]] ἔσται», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[αναλαμβάνω]] να φροντίσω [[κάτι]].
|mltxt=[[περιοράω]], ΜΑ [[περιορώ]]<br /><b>1.</b> [[βλέπω]] [[ολόγυρα]], [[κοιτάζω]] εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> (με κατηγ. μτχ. ή με απρμφ. ή με αντικ. σε γεν. ή σε αιτ.) [[παραβλέπω]], [[παραμελώ]], [[ανέχομαι]] να... (α. «δεόμενοι μὴ σφᾱς περιορᾱν φθειρομένους», <b>Θουκ.</b><br />β. «περιιδόντας τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «...τῶν δ' ἄλλων πάντων περιορᾱν», <b>Πλούτ.</b><br />δ. «ἐάν τ' ελεύθερον περιορᾷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναμένω]], [[περιμένω]] κάποιον ή [[κάτι]] (α. «φανέντα τοῦτον ὁ [[μέγας]] περιορᾷ», Μηναί.<br />β. «ἀμφοτέροις ἐδόκει ἡσυχάσασι τὸ [[μέλλον]] περιιδεῖν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>περιορῶμαι</i><br />α) [[αποφεύγω]], [[παραμελώ]] («μὴ περιορᾱσθε τοὺς πολεμικούς κινδύνους» <br />β) παραφυλάγω, [[καιροφυλακτώ]] («περιορωμένους ὁποτέρων ἡ [[νίκη]] ἔσται», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) [[αναλαμβάνω]] να φροντίσω [[κάτι]].
}}
}}
{{bailly
{{ls
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> περιόψομαι, <i>ao.2</i> [[περιεῖδον]], <i>pf.</i> περιεόρακα;<br /><i>Pass. ao.</i> περιώφθην, <i>pf.</i> περιῶμμαι;<br /><b>1</b> voir <i>ou</i> regarder autour ; observer, considérer, acc. ; περιορᾶν τὸ μέλλον THC regarder l'avenir, attendre les événements;<br /><b>2</b> regarder d'un œil distrait, avec indifférence <i>ou</i> dédain, acc., <i>rar. gén.</i> ; avec un inf., tolérer, permettre : περιορᾶν παριέναι HDT laisser s'approcher;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περιοράομαι]], [[περιορῶμαι]];<br /><b>1</b> regarder avec soin autour de soi, veiller, observer : ὁποτέρων ἡ [[νίκη]] [[ἔσται]] THC auquel des deux partis restera la victoire;<br /><b>2</b> regarder autour de soi avec inquiétude, être inquiet au sujet de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ὁράω]].
|lstext='''περιοράω''': παρατ. περιεώρων, Ἰωνικ. περιώρεον· πρκμ. περιεόρᾱκα· - ἀκολούθως ἐκ τῆς √ΟΠ-, μέλλ. περιόψομαι, παθ. πρκμ. περιῶμμαι, παθ. ἀόρ. περιώφθην· ἐκ δὲ τῆς √ΙΔ- (δηλ. ϜΙΔ·) σχηματίζεται ὁ ἀόρ. β΄ [[περιεῖδον]]· περὶ τοῦ πρκμ. [[περίοιδα]], ἰδὲ τὴν λ. [[βλέπω]] ὁλόγυρα, Λατ. circumspicer Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 8, πρβλ. 5. ΙΙ. [[παραβλέπω]], δηλ. [[βλέπω]] καὶ δὲν παρατηρῶ, [[ἐπιτρέπω]], ἀνέχομαι. 1) τὸ πλεῖστον μετὰ μετοχ., οὐ [[περιεῖδον]] αὐτὸν ἀναρπασθέντα, δὲν παρέβλεψαν αὐτὸν ἀναρπαζόμενον, δηλ. δὲν ἐπέτρεψαν νὰ ἀναρπασθῇ, Ἡρόδ. 1. 89· μὴ περιιδεῖν τὴν ἡγεμονίην [[αὖτις]] ἐς Μήδους περιελθοῦσαν ὁ αὐτ. 3. 65, πρβλ. 2. 110., 4. 118, Σοφ. Ο. Τ. 1705, Ἀριστοφ. Ἀχ. 167, Βάτρ. 509, Ἀντιφῶν 112. 15, Θουκ. 1. 24· [[ταῦτα]] περιιδεῖν γιγνόμενα Δημ. 246, 8, πρβλ. 552. 7· ([[διάφορος]] ἡ μετ’ ἐνάρθρου μετοχῆς [[χρῆσις]]: εἰ ὑμᾶς τοὺς ἐναντιουμένους περιίδοιμεν, ἂν παρίδωμεν τὴν ἐναντίωσιν ὑμῶν, Θουκ. 4. 87)· - σπανίως ἡ μετοχὴ παραλείπεται, οὐ μή με περιόψεται ἄνιππον ([[ὄντα]]) Ἀριστοφ. Νεφ. 124. 2) μετ’ ἀπαρ., περιιδόντες τοὺς Πέρσας ἐσελθεῖν Ἡρόδ. 1. 191· τοὺς προπόλους .. οὐ περιορᾶν παριέναι ὁ αὐτ. 2. 64, πρβλ. 1. 24. 191, Θουκ. 1. 35. κτλ.· - παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., οὐκ ἄν με περιεῖδες [ποιέειν] Ἡρόδ. 3. 155· ὁ πυλουρὸς καὶ ὁ [[ἀγγελιηφόρος]] οὐ περιώρεον [αὐτὸν ἐσιέναι] ὁ αὐτ. 3 118, πρβλ. Θουκ. 1. 39, κτλ. περιιδεῖν τινα ἐπί τινι Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 47· ἐάν τε δοῦλον ἐάν τ’ οὖν καὶ ἐλεύθερον περιορᾷ Πλάτ. Νόμ. 934D· π. τὴν ὕβριν τινὸς Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 9· - σπανίως μετὰ γεν., ὡς τὸ [[ὑπεροράω]] ΙΙ. 2, 6, π. τῶν ἄλλων Πλούτ. 2. 764C. III. [[περιμένω]] τι, τὸ μέλλον περιιδεῖν Θουκ. 4. 71· π. εἴ τινες βοηθήσουσι Ἰσοκρ. 194D. IV. Μέσ., [[περιβλέπω]] πρὶν πράξω τι, [[ἀγρύπνως]] παρατηρῶ τὴν πορείαν τῶν πραγμάτων, ἀγρυπνῶ καὶ [[περιμένω]], Θουκ. 5, 31., 6. 93, 103., 7. 33· π. ὁποτέρων ἡ [[νίκη]] ἔσται ὁ αὐτ. 4. 73. 2) μετὰ γεν., [[βλέπω]] ὁλόγυρα [[πρός]] τι, [[ἀγρύπνως]] παρατηρῶ, παραφυλάττω, τῆς Μένδης περιορώμενοι ὁ αὐτ. 4. 124 3) ἀμελῶ, ἀπέχομαι, τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους ὁ αὐτ. 2. 43 (ἂν καὶ ἠδύνατο τοῦτο νὰ ἀνήκη εἰς τὴν σημασίαν ΙΙ. 1).
}}
}}
{{lsm
{{lsm