3,274,919
edits
m (Text replacement - "m’" to "m'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1286.png Seite 1286]] (s. [[ἱκνέομαι]]), hinabkommen, hingelangen, treffen, bes. schmerzlich berühren; [[πένθος]] καθίκετό με, Leid traf mich, Od. 1, 342; [[μάλα]] πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ, gar sehr trafst du mir die Seele mit dem Vorwurfe, Il. 14, 104; ähnl. Soph. [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο O. R. 809; gew. c. gen., τοῖς δυναμένοις καθικέσθαι τῆς ψυχῆς, die Seele treffen, rühren, Plat. Ax. 369 e; vgl. Luc. Nigr. 35; κονδύλῳ καθικόμενος [[αὐτοῦ]] Plut. Alc. 7, u. a. Sp., leiblich u. geistig Einen antasten, schelten, βακτηρίᾳ καθικνεῖ. ταί τινος Sext. Emp. adv. log. 1, 188; – erreichen, erlangen, τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς Pol. 2, 38, 8, τῆς ἀρχῆς 6, 35, 5, τῆς προθέσεως 4, 50, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1286.png Seite 1286]] (s. [[ἱκνέομαι]]), hinabkommen, hingelangen, treffen, bes. schmerzlich berühren; [[πένθος]] καθίκετό με, Leid traf mich, Od. 1, 342; [[μάλα]] πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ, gar sehr trafst du mir die Seele mit dem Vorwurfe, Il. 14, 104; ähnl. Soph. [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο O. R. 809; gew. c. gen., τοῖς δυναμένοις καθικέσθαι τῆς ψυχῆς, die Seele treffen, rühren, Plat. Ax. 369 e; vgl. Luc. Nigr. 35; κονδύλῳ καθικόμενος [[αὐτοῦ]] Plut. Alc. 7, u. a. Sp., leiblich u. geistig Einen antasten, schelten, βακτηρίᾳ καθικνεῖ. ταί τινος Sext. Emp. adv. log. 1, 188; – erreichen, erlangen, τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς Pol. 2, 38, 8, τῆς ἀρχῆς 6, 35, 5, τῆς προθέσεως 4, 50, 10. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=<i>f.</i> καθίξομαι, <i>ao.2</i> καθικόμην;<br />atteindre, toucher : [[κάρα]] SOPH frapper la tête ; <i>fig.</i> θυμόν IL toucher le cœur ; με καθίκετο [[πένθος]] OD la douleur m'a atteint ; <i>plus souv.</i> avec le gén. : τινος toucher, atteindre qqn <i>ou</i> qch ; τινός τινι toucher <i>ou</i> frapper qqn de qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἱκνέομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καθικνοῦμαι]], [[καθικνέομαι]] (Α)<br />(αποθ. ρ.)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[καταλαμβάνω]], [[βρίσκω]], [[αγγίζω]] («[[ἐπεί]] με καθίκετο [[πένθος]] ἄλαστον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλήττω]] («[[μέσον]] [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φθάνω]] σε [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]] («[[ταχέως]] καθικνεῖτο τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατακρίνω]], [[ελέγχω]], [[αποδοκιμάζω]]<br /><b>5.</b> [[κατέρχομαι]], [[κατεβαίνω]] («καθικνεῖται [ο ἰησούς] εἰς ἑκούσιον κένωσιν», Κύριλλ. Αλεξ.)<br /><b>6.</b> (το ουδ. ενικ. τῆς μτχ. αορ. β) τὸ [[κατικόμενον]]<br /><b>επιγρ.</b> το κληρονομικό [[μερίδιο]] που περιέρχεται στην [[κατοχή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φθάνω]]»]. | |mltxt=[[καθικνοῦμαι]], [[καθικνέομαι]] (Α)<br />(αποθ. ρ.)<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[καταλαμβάνω]], [[βρίσκω]], [[αγγίζω]] («[[ἐπεί]] με καθίκετο [[πένθος]] ἄλαστον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλήττω]] («[[μέσον]] [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φθάνω]] σε [[κάτι]], [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]] («[[ταχέως]] καθικνεῖτο τῆς προκειμένης ἐπιβολῆς», <b>Πολ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κατακρίνω]], [[ελέγχω]], [[αποδοκιμάζω]]<br /><b>5.</b> [[κατέρχομαι]], [[κατεβαίνω]] («καθικνεῖται [ο ἰησούς] εἰς ἑκούσιον κένωσιν», Κύριλλ. Αλεξ.)<br /><b>6.</b> (το ουδ. ενικ. τῆς μτχ. αορ. β) τὸ [[κατικόμενον]]<br /><b>επιγρ.</b> το κληρονομικό [[μερίδιο]] που περιέρχεται στην [[κατοχή]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φθάνω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καθικνέομαι''': μέλλ. -ίξομαι: ἀόρ. β ́ -ῑκόμην: ἀποθ. Κατέρχομαι· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφεῦσι μόνον μεταφ., [[φθάνω]], [[ἐγγίζω]], ἐπεί με [[μάλιστα]] καθίκετο [[πένθος]] ἄλαστον, «ἀντὶ τοῦ ἵκετο καὶ κατέλαβε λέγει» (Εὐστ.), Ὀδ. Α. 342· [[μάλα]] πώς με καθίκεο θυμὸν ἐνιπῇ, «[[πάνυ]] γέ πώς μου καθήψω τῆς ψυχῆς» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ξ. 104· [[ὡσαύτως]], [[μέσον]] [[κάρα]] διπλοῖς κέντροισί μου καθίκετο, μὲ ἐκτύπησεν εἰς τὴν κεφαλήν, Σοφ. Ο. Τ. 809· γυναῖκας ἐς ὅλμους καθικνουμένας ὑπέροις, τυπτομένας διὰ κοπάνων, Παυσ. 5, 18, 2· - παρὰ τοῖς πεζολόγοις ἡ γεν. ἦτο συχνοτέρα, καθικέσθαι τῆς πηγῆς... ὅσον ἐπιψαῦσαι τοῦ ὕδατος, νὰ καταβῇ (τὸ διὰ σχοινίου καταβιβαζόμενον [[κάτοπτρον]]) πρὸς τὴν πηγὴν τόσον πλησίον ὅσον νὰ ἐγγίσῃ τὸ [[νερόν]], ὁ αὐτ. 7. 21, 12· καθ. τῆς ψυχῆς, ἐγγίσαι αὐτήν, Πλάτ. Ἀξ. 369Ε· ἡμῶν ὁ [[λόγος]] καθίκετο Λουκ. Νιγρ. 35· ἡ [[ὕβρις]] οὐ μετρίως μου καθίκετο, ὁ αὐτ. ἐν Τοξ. 46· καθ. τινος πικρότατα Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14. 3· οὕτω, καθ. τινος σκύτει, κονδύλῳ, τύπτειν τινὰ διὰ τῆς μάστιγος, κτλ., Πλουτ. Ἀντών. 12, Ἀλκιβ. 7.<br />2) καθ. τῆς ἐπιβολῆς, [[φθάνω]], κατορθώνω τὸν σκοπόν μου, Πολύβ. 2. 38, 8, προβλ. 4. 50, 10· ἀπολ., τειχίζειν ἐπιβαλλόμενοι καθίξονται, θὰ ἐπιτύχωσιν, ὁ αὐτ. 5. 93, 5. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |