δαιμονάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] in der Gewalt eines Dämon stehen, δαιμονᾷ [[δόμος]] κακοῖς Aesch. Ch. 566, das Haus ist durch den Willen der Götter im Unglück; δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ Spt. 999; Eur. Phoen. 895 wird δαιμονῶντες vom Schol. erkl. σκληρῷ δαίμονι καὶ ἀπανθρώπῳ χρώμενοι, die unter der Einwirkung eines bösen Damon stehen; allgemeiner, Ar. Th. 1054 λαιμότμητ' ἄχη δαιμονῶν, gepeinigt von Schmerzen. Uebh. besessen, verrückt sein, Xen. Mem. 1, 1, 9; neben παραφρονεῖν Plut. Marc. 23; Luc. Philops. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] in der Gewalt eines Dämon stehen, δαιμονᾷ [[δόμος]] κακοῖς Aesch. Ch. 566, das Haus ist durch den Willen der Götter im Unglück; δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ Spt. 999; Eur. Phoen. 895 wird δαιμονῶντες vom Schol. erkl. σκληρῷ δαίμονι καὶ ἀπανθρώπῳ χρώμενοι, die unter der Einwirkung eines bösen Damon stehen; allgemeiner, Ar. Th. 1054 λαιμότμητ' ἄχη δαιμονῶν, gepeinigt von Schmerzen. Uebh. besessen, verrückt sein, Xen. Mem. 1, 1, 9; neben παραφρονεῖν Plut. Marc. 23; Luc. Philops. 16.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> être au pouvoir d'un dieu;<br /><b>2</b> être possédé, avoir l'esprit égaré ; être troublé, bouleversé : δαιμονᾷ [[δόμος]] κακοῖς ESCHL la maison est bouleversée par le malheur qui survient (le songe de Clytemnestre).<br />'''Étymologie:''' [[δαίμων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δαιμονάω''': διατελῶ ὑπὸ τὴν δύναμιν καὶ ἐπίδρασιν δαίμονος, [[πάσχω]] [[θεόθεν]], δαιμονᾷ [[δόμος]] κακοῖς Αἰσχύλ. Χο. 566· δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ ὁ αὐτ. Θήβ. 1001· -ἀπολύτ., κατέχομαι ὑπὸ δαίμονος, εἶμαι [[παράφρων]], Εὐρ. Φοιν. 888, Ξεν. Ἀπομν. 1.1, 9· δαιμονᾷς Μένανδ. Ἑαυτ. τ. 1· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., δ. ἄχη, εἰσὶ προωρισμέναι δι’ ἐμὲ ὑπὸ τοῦ δαίμονος θλίψεις, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054.
|lstext='''δαιμονάω''': διατελῶ ὑπὸ τὴν δύναμιν καὶ ἐπίδρασιν δαίμονος, [[πάσχω]] [[θεόθεν]], δαιμονᾷ [[δόμος]] κακοῖς Αἰσχύλ. Χο. 566· δαιμονῶντες ἐν ἄτᾳ ὁ αὐτ. Θήβ. 1001· -ἀπολύτ., κατέχομαι ὑπὸ δαίμονος, εἶμαι [[παράφρων]], Εὐρ. Φοιν. 888, Ξεν. Ἀπομν. 1.1, 9· δαιμονᾷς Μένανδ. Ἑαυτ. τ. 1· μετὰ συστοίχου αἰτιατ., δ. ἄχη, εἰσὶ προωρισμέναι δι’ ἐμὲ ὑπὸ τοῦ δαίμονος θλίψεις, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> être au pouvoir d'un dieu;<br /><b>2</b> être possédé, avoir l'esprit égaré ; être troublé, bouleversé : δαιμονᾷ [[δόμος]] κακοῖς ESCHL la maison est bouleversée par le malheur qui survient (le songe de Clytemnestre).<br />'''Étymologie:''' [[δαίμων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm