θάμβος: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1185.png Seite 1185]] τό, auch ὁ, Simonds bei Schol. Il. 4, 79 (vgl. [[τάφος]], [[τέθηπα]]), [[Staunen]], Erstaunen, Verwunderung, Entsetzen; [[θάμβος]] δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il. 4, 79; [[θάμβος]] δ' ἕλε πάντας ἰδόντας Od. 5, 372; Ar. Av. 781; δύσφορον Pind. N. 1, 55; θάμβει ἐκπλαγέντες Eur. Rhes. 291, vgl. Hec. 180; in Prosa, ὁ [[στόλος]] οὐχ ἧσσον τόλμης τε θάμβει, Staunen über das Wagniß, καὶ ὄψεως λαμπρότητι [[περιβόητος]] ἐγένετο Thuc. 6, 31; ὑπ' αἰσχύνης τε καὶ θάμβους Plat. Phaedr. 254 c; geradezu Furcht, [[δεισιδαιμονία]] [[θάμβος]] ἐργάζεται Plut. Pericl. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1185.png Seite 1185]] τό, auch ὁ, Simonds bei Schol. Il. 4, 79 (vgl. [[τάφος]], [[τέθηπα]]), [[Staunen]], Erstaunen, Verwunderung, Entsetzen; [[θάμβος]] δ' ἔχεν εἰσορόωντας Il. 4, 79; [[θάμβος]] δ' ἕλε πάντας ἰδόντας Od. 5, 372; Ar. Av. 781; δύσφορον Pind. N. 1, 55; θάμβει ἐκπλαγέντες Eur. Rhes. 291, vgl. Hec. 180; in Prosa, ὁ [[στόλος]] οὐχ ἧσσον τόλμης τε θάμβει, Staunen über das Wagniß, καὶ ὄψεως λαμπρότητι [[περιβόητος]] ἐγένετο Thuc. 6, 31; ὑπ' αἰσχύνης τε καὶ θάμβους Plat. Phaedr. 254 c; geradezu Furcht, [[δεισιδαιμονία]] [[θάμβος]] ἐργάζεται Plut. Pericl. 6.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />effroi, étonnement, stupeur ; admiration.<br />'''Étymologie:''' R. Θαπ, être étonné.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θάμβος''': -εος, τό, καὶ ὁ, Σιμων. 238· (√ΤΑΦ, [[τέθηπα]])· - [[ἔκπληξις]], ἰσχυρὸς [[θαυμασμός]], Λατ. stupor, συνώνυμον τῷ Ἐπικ. [[τάφος]] (ὃ ἴδε), [[θάμβος]] δ’ ἔχει εἰσορόωντας Ἰλ. Δ. 79· [[θάμβος]] δ’ ἕλε πάντας ἰδόντας Ὀδ. Γ. 372, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 781, καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., Θουκ. 6. 31, Πλάτ. Φαίδρ. 254C. 2) ἐπὶ ἀντικειμενικῆς σημασίας, [[πρᾶγμα]] θαυμάσιον, [[θαῦμα]], ὁ γὰρ κολοσσὸς θ. ἦν Συλλ. Ἐπιγρ. 8703, πρβλ. 8655.
|lstext='''θάμβος''': -εος, τό, καὶ ὁ, Σιμων. 238· (√ΤΑΦ, [[τέθηπα]])· - [[ἔκπληξις]], ἰσχυρὸς [[θαυμασμός]], Λατ. stupor, συνώνυμον τῷ Ἐπικ. [[τάφος]] (ὃ ἴδε), [[θάμβος]] δ’ ἔχει εἰσορόωντας Ἰλ. Δ. 79· [[θάμβος]] δ’ ἕλε πάντας ἰδόντας Ὀδ. Γ. 372, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδ., Τραγ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 781, καὶ παρὰ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., Θουκ. 6. 31, Πλάτ. Φαίδρ. 254C. 2) ἐπὶ ἀντικειμενικῆς σημασίας, [[πρᾶγμα]] θαυμάσιον, [[θαῦμα]], ὁ γὰρ κολοσσὸς θ. ἦν Συλλ. Ἐπιγρ. 8703, πρβλ. 8655.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />effroi, étonnement, stupeur ; admiration.<br />'''Étymologie:''' R. Θαπ, être étonné.
}}
}}
{{Slater
{{Slater