διαστέλλω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0603.png Seite 603]] auseinander ziehen, trennen; [[δίχα]] δ., Plat. Polit. 265 e; τὸ [[στόμα]], öffnen, Luc.; τόπον τοῖς ὄνυξι, d. i. aufkratzen, Plut. Thes. 36; auch intrans., uneins sein, [[πρός]] τινα, Pol. 18, 30, 11; dah. = unterscheiden; vom Setzen der Interpunctionszeichen, Gramm.; bestimmen, LXX. – Med., urtheilen u. genau bestimmen; Plat. Rep. VII, 535 b; Arist. Pol. 2, 8; Pol. 12, 16, 7 u. öfter; [[ὑπέρ]] τινος ῥητῶς, 3, 23, 5. – Im N. T. = befehlen; τὸ διαστελλόμενον, der Befehl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0603.png Seite 603]] auseinander ziehen, trennen; [[δίχα]] δ., Plat. Polit. 265 e; τὸ [[στόμα]], öffnen, Luc.; τόπον τοῖς ὄνυξι, d. i. aufkratzen, Plut. Thes. 36; auch intrans., uneins sein, [[πρός]] τινα, Pol. 18, 30, 11; dah. = unterscheiden; vom Setzen der Interpunctionszeichen, Gramm.; bestimmen, LXX. – Med., urtheilen u. genau bestimmen; Plat. Rep. VII, 535 b; Arist. Pol. 2, 8; Pol. 12, 16, 7 u. öfter; [[ὑπέρ]] τινος ῥητῶς, 3, 23, 5. – Im N. T. = befehlen; τὸ διαστελλόμενον, der Befehl.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαστελῶ, <i>ao.</i> διέστειλα, <i>pf.</i> διέσταλκα;<br /><i>Pass. f.</i> διασταλήσομαι, <i>ao.2</i> διεστάλην;<br />séparer, écarter : [[τι]] τοῖς ὄνυξι PLUT déchirer <i>ou</i> fouiller qch avec ses serres <i>en parl. d'un aigle</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαστέλλομαι déterminer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαστέλλω''': μέλλ. -στελῶ, [[χωρίζω]], [[ἐκτείνω]], ἀπομακρύνω, [[ἀποχωρίζω]], ξυνεσταλμένα δ. Ἱππ. κατ’ Ἰητρ., 744· τὸν ἀέρα ταῖς πτέρυξιν Ἀριστ. π. Ζῴων πορείας 15, 7· δ. τι τοῖς ὄνυξι, βιαίως ἀνοίγω, διασπαράττω, Πλούτ. Θησ. 36. - Παθ., φουσκώνω, ἀνοίγομαι, ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀριστ. Ἀκουσμ. 7· διασταλέντα τὰ [[ὑγρά]], ἐκταθέντα, μείζονα τὸν ὄγκον γενόμενα, ὁ αὐτ. Προβλ. 9. 14. 2) [[διακρίνω]], [[ὁρίζω]], τὰ λεγόμενα Πλάτ. Εὐθύδ. 295D, πρβλ. Πολιτ. 265Ε, Ἀριστ. Τοπ. 5. 5, 6· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., δ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολ. 2. 8, 17· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[ὁρίζω]], ἀποφασίζω, ὡς τὸ διαιρέομαι, Πλάτ. Πολ. 535Β. 3) σαφῶς διατάττω, δίδω ὡρισμένας διαταγὰς καὶ ῥητάς, τινι [[περί]] τινος Διόδ. Ἐκκλ. 2. 619. - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ Ἑβδ., Κ. Δ. ΙΙ. ἀμετάβ., διαφωνῶ, εἶμαι [[διάφορος]] [[πρός]] τινα Πολύβ. 18. 30, 11.
|lstext='''διαστέλλω''': μέλλ. -στελῶ, [[χωρίζω]], [[ἐκτείνω]], ἀπομακρύνω, [[ἀποχωρίζω]], ξυνεσταλμένα δ. Ἱππ. κατ’ Ἰητρ., 744· τὸν ἀέρα ταῖς πτέρυξιν Ἀριστ. π. Ζῴων πορείας 15, 7· δ. τι τοῖς ὄνυξι, βιαίως ἀνοίγω, διασπαράττω, Πλούτ. Θησ. 36. - Παθ., φουσκώνω, ἀνοίγομαι, ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀριστ. Ἀκουσμ. 7· διασταλέντα τὰ [[ὑγρά]], ἐκταθέντα, μείζονα τὸν ὄγκον γενόμενα, ὁ αὐτ. Προβλ. 9. 14. 2) [[διακρίνω]], [[ὁρίζω]], τὰ λεγόμενα Πλάτ. Εὐθύδ. 295D, πρβλ. Πολιτ. 265Ε, Ἀριστ. Τοπ. 5. 5, 6· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., δ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολ. 2. 8, 17· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσ. [[ὡσαύτως]], [[ὁρίζω]], ἀποφασίζω, ὡς τὸ διαιρέομαι, Πλάτ. Πολ. 535Β. 3) σαφῶς διατάττω, δίδω ὡρισμένας διαταγὰς καὶ ῥητάς, τινι [[περί]] τινος Διόδ. Ἐκκλ. 2. 619. - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ Ἑβδ., Κ. Δ. ΙΙ. ἀμετάβ., διαφωνῶ, εἶμαι [[διάφορος]] [[πρός]] τινα Πολύβ. 18. 30, 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαστελῶ, <i>ao.</i> διέστειλα, <i>pf.</i> διέσταλκα;<br /><i>Pass. f.</i> διασταλήσομαι, <i>ao.2</i> διεστάλην;<br />séparer, écarter : [[τι]] τοῖς ὄνυξι PLUT déchirer <i>ou</i> fouiller qch avec ses serres <i>en parl. d'un aigle</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαστέλλομαι déterminer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[στέλλω]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer