γνωμονικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0498.png Seite 498]] 1) urtheilsfähig, einsichtsvoll, Xen. Mem. 4, 2, 10; τῶν στρατειῶν Plat. Rep. V, 467 c. – 2) zur Sonnenuhr gehörig; ἡ γνωμονική, Kunst, Sonnenuhren zu machen, Vitr.; vgl. Anthol. XIV, 139.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0498.png Seite 498]] 1) urtheilsfähig, einsichtsvoll, Xen. Mem. 4, 2, 10; τῶν στρατειῶν Plat. Rep. V, 467 c. – 2) zur Sonnenuhr gehörig; ἡ γνωμονική, Kunst, Sonnenuhren zu machen, Vitr.; vgl. Anthol. XIV, 139.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui connaît, habile à, expert en.<br />'''Étymologie:''' [[γνώμων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γνωμονικός''': -ή, -όν, ([[γνώμων]] Ι) [[ἁρμόδιος]] [[ὅπως]] παράσχῃ κρίσιν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2,10· πεπειραμένος, [[ἔμπειρος]] ἔν τινι πράγματι, τινος Πλάτ. Πολ. 467C. ΙΙ. ([[γνώμων]] ΙΙ) ὁ ἀνήκων ἢ [[ἔμπειρος]] εἰς γνώμονας ἢ ἡλιακὰ ὡρολόγια, Ἀνθ. Π. 14.139· ἡ γνωμονική (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κατασκευάζοντος γνώμονας, Βιτρούβ. 1.3.― Ἐπίρρ. –κῶς Στράβ. 87.
|lstext='''γνωμονικός''': -ή, -όν, ([[γνώμων]] Ι) [[ἁρμόδιος]] [[ὅπως]] παράσχῃ κρίσιν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2,10· πεπειραμένος, [[ἔμπειρος]] ἔν τινι πράγματι, τινος Πλάτ. Πολ. 467C. ΙΙ. ([[γνώμων]] ΙΙ) ὁ ἀνήκων ἢ [[ἔμπειρος]] εἰς γνώμονας ἢ ἡλιακὰ ὡρολόγια, Ἀνθ. Π. 14.139· ἡ γνωμονική (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ κατασκευάζοντος γνώμονας, Βιτρούβ. 1.3.― Ἐπίρρ. –κῶς Στράβ. 87.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui connaît, habile à, expert en.<br />'''Étymologie:''' [[γνώμων]].
}}
}}
{{grml
{{grml