δυσσεβής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0688.png Seite 688]] ές, gottlos, von Menschen und Sachen; [[ἔργον]] Aesch. Ag. 756; öfter bei Tragg.; auch sp. D., wie Lyc. 1151; in Prosa, Longin. 4, 3; Geop. u. K. S., bes. adv. δυσσεβῶς.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0688.png Seite 688]] ές, gottlos, von Menschen und Sachen; [[ἔργον]] Aesch. Ag. 756; öfter bei Tragg.; auch sp. D., wie Lyc. 1151; in Prosa, Longin. 4, 3; Geop. u. K. S., bes. adv. δυσσεβῶς.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />impie;<br /><i>Cp.</i> δυσσεβέστερος, <i>Sp.</i> δυσσεβέστατος.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[σέβω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσσεβής''': -ές, [[ἀσεβής]], ἄθεος· ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν πράξεων αὐτῶν· τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατα Σοφ. Ο. Κ. 1190· δ. μέλαθρα Εὐρ. Ι. Τ. 694. ― Ἐπίρρ. -βῶς. Εὐρ. Ἀποσπ. 822. Αἱ λέξεις αὖται ἀνήκουσι σχεδὸν ἀποκλειστικῶς εἰς τοὺς Τραγ. (δυσσεβὴς ἀπαντᾶ παρὰ Μενάνδ. ἐν Ἀδήλ. 12, Διφίλ. ἐν Ἀδηλ. 24)· [[εὐσεβής]], κτλ. [[εἶναι]] συχνὰ καὶ παρὰ πεζοῖς.
|lstext='''δυσσεβής''': -ές, [[ἀσεβής]], ἄθεος· ἐπὶ προσώπων καὶ τῶν πράξεων αὐτῶν· τὰ τῶν κακίστων δυσσεβέστατα Σοφ. Ο. Κ. 1190· δ. μέλαθρα Εὐρ. Ι. Τ. 694. ― Ἐπίρρ. -βῶς. Εὐρ. Ἀποσπ. 822. Αἱ λέξεις αὖται ἀνήκουσι σχεδὸν ἀποκλειστικῶς εἰς τοὺς Τραγ. (δυσσεβὴς ἀπαντᾶ παρὰ Μενάνδ. ἐν Ἀδήλ. 12, Διφίλ. ἐν Ἀδηλ. 24)· [[εὐσεβής]], κτλ. [[εἶναι]] συχνὰ καὶ παρὰ πεζοῖς.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />impie;<br /><i>Cp.</i> δυσσεβέστερος, <i>Sp.</i> δυσσεβέστατος.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[σέβω]].
}}
}}
{{grml
{{grml