βομβέω: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0453.png Seite 453]] <b class="b2">tief, dumpf tönen</b>, bei Hom. von Dingen, die auf die Erde fallen, [[αἰχμή]] Il. 16, 118; [[αὐλῶπις]] [[τρυφάλεια]] 13, 530; [[λίθος]] Od. 8, 190; [[πρόχοος]] 18, 397; vom Meere 12, 204; Simonid. 2; [[summen]], von Bienen, Arist. H. A. 4, 9; vgl. Plat. Rep. VIII, 564 d; ἀκανθίδες Agath. 25 (V, 292); komisch, ψύλλαι Ar. Plut. 538; vom Donner, Nonn. D. 1, 301; übh. ERKLINGEN, Plat. Crat. 54 d; τὰ ὦτα βομβεῖτινι Luc. D. Mer. 9, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0453.png Seite 453]] <b class="b2">tief, dumpf tönen</b>, bei Hom. von Dingen, die auf die Erde fallen, [[αἰχμή]] Il. 16, 118; [[αὐλῶπις]] [[τρυφάλεια]] 13, 530; [[λίθος]] Od. 8, 190; [[πρόχοος]] 18, 397; vom Meere 12, 204; Simonid. 2; [[summen]], von Bienen, Arist. H. A. 4, 9; vgl. Plat. Rep. VIII, 564 d; ἀκανθίδες Agath. 25 (V, 292); komisch, ψύλλαι Ar. Plut. 538; vom Donner, Nonn. D. 1, 301; übh. ERKLINGEN, Plat. Crat. 54 d; τὰ ὦτα βομβεῖτινι Luc. D. Mer. 9, 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> βομβήσω;<br />produire un bruit sonore (<i>dans Homère touj. en parl. de corps durs, postér. en parl. de bourdonnement</i>).<br />'''Étymologie:''' [[βόμβος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βομβέω''': μέλλ. –ήσω, [[κάμνω]] ἦχον βομβοῦντα, ὑποκώφως ἠχοῦντα (πρβλ. [[βόμβος]])· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ πιπτόντων ἀντικειμένων, [[ἐκβάλλω]] ἦχον βαθὺν καὶ ὑπόκωφον, [[τρυφάλεια]] [[χαμαὶ]] βόμβησε πεσοῦσα Ἰλ. Ν. 530· αἰχμὴ χαλκείη [[χαμάδις]] βόμβ. πεσ. ΙΙ. 118, πρβλ. Ὀδ. Σ. 396· βόμβησαν... κατὰ ῥόον, αἱ κῶπαι ἔπεσον μετὰ μεγάλου θορύβου..., Ὀδ. Μ. 204· βόμβησεν δὲ [[λίθος]], διῆλθε [[ταχέως]] διὰ τοῦ ἀέρος βομβῶν, Θ. 190· ― ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἠχῶ, παταγῶ, Σιμων. 2· ― μεταγεν. ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασ., ὡς αἱ μέλισσαι, [[ἐκβάλλω]] ἦχον συνεχῆ καὶ ὑπόκωφον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 9, 3., 9. 40, 53, Θεόκρ. 3. 14, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 564D· [[οὕτως]], βομβεῖ δὲ νεκρῶν [[σμῆνος]] Σοφ. Ἀποσπ. 693· ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγουσιν οἱ κώνωπες, Ἀριστοφ. Πλ. 538· [[καθόλου]], ἐπὶ ἤχου ὃν αἰσθάνεταί τις συνεχῶς εἰς τὰ ὦτά του, Πλάτ. Κρίτων. 54D· [[ὡσαύτως]], ὦτα βομβεῖ μοι Λουκ. Δ. Ἑταιρ. 9. 2.
|lstext='''βομβέω''': μέλλ. –ήσω, [[κάμνω]] ἦχον βομβοῦντα, ὑποκώφως ἠχοῦντα (πρβλ. [[βόμβος]])· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ πιπτόντων ἀντικειμένων, [[ἐκβάλλω]] ἦχον βαθὺν καὶ ὑπόκωφον, [[τρυφάλεια]] [[χαμαὶ]] βόμβησε πεσοῦσα Ἰλ. Ν. 530· αἰχμὴ χαλκείη [[χαμάδις]] βόμβ. πεσ. ΙΙ. 118, πρβλ. Ὀδ. Σ. 396· βόμβησαν... κατὰ ῥόον, αἱ κῶπαι ἔπεσον μετὰ μεγάλου θορύβου..., Ὀδ. Μ. 204· βόμβησεν δὲ [[λίθος]], διῆλθε [[ταχέως]] διὰ τοῦ ἀέρος βομβῶν, Θ. 190· ― ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἠχῶ, παταγῶ, Σιμων. 2· ― μεταγεν. ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασ., ὡς αἱ μέλισσαι, [[ἐκβάλλω]] ἦχον συνεχῆ καὶ ὑπόκωφον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 9, 3., 9. 40, 53, Θεόκρ. 3. 14, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 564D· [[οὕτως]], βομβεῖ δὲ νεκρῶν [[σμῆνος]] Σοφ. Ἀποσπ. 693· ἐπὶ τοῦ ἤχου ὃν παράγουσιν οἱ κώνωπες, Ἀριστοφ. Πλ. 538· [[καθόλου]], ἐπὶ ἤχου ὃν αἰσθάνεταί τις συνεχῶς εἰς τὰ ὦτά του, Πλάτ. Κρίτων. 54D· [[ὡσαύτως]], ὦτα βομβεῖ μοι Λουκ. Δ. Ἑταιρ. 9. 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> βομβήσω;<br />produire un bruit sonore (<i>dans Homère touj. en parl. de corps durs, postér. en parl. de bourdonnement</i>).<br />'''Étymologie:''' [[βόμβος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth