3,274,919
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0456.png Seite 456]] 1) Rinder weiden, hüten, [[βουκόλος]] sein; absolut, Iliad. 5, 313. 14, 445; Odyss. 10, 85 [[ἔνθα]] κ' ἄυπνος ἀνὴρ δοιοὺς [[ἐξήρατο]] μισθούς, τὸν μὲν βουκολέων, τὸν δ' ἄργυφα μῆλα νομεύων; Iliad. 21, 448 σὺ δ' εἰλίποδας ἕλικας βοῦς βουκολέεσκες Ἴδης ἐν κνημοῖσι; katachrestisch von Pferden Iliad. 20, 221 τοῦ τρισχίλιαι ἵπποι [[ἕλος]] κάτα βουκολέοντο θήλειαι; von Ziegen Eupolis B. A. 84; βουκολήσεται Ar. Pax 153; von Menschen, ernähren, Ar. Vesp. 10; Philostr.; – μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενος πόνον Aesch. Eum. 78, solche Noth habend, od. in solcher Noth herumgetrieben; Callim. von den (»auf einer großen Weide gehenden«) am Himmel wandelnden Sternen, Del. 176. – 2) übertr., lindern, besänftigen, φροντίσιν νέον [[πάθος]] Aesch. Ag. 655; Sp., z. B. ἀλλότριοι κόσμοι τὸ τῆς φύσεως ἀπρεπὲς β., mildern, verdecken, Luc. Amor. 38; ἐλπίσι ἀπατηλαῖς βουκολοῦμαι, ich lasse mich durch Hoffnungen täuschen, Alciphr. 3, 5; geradezu = betrügen, Ar. Eccl. 81; Plut. de ed. lib. 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0456.png Seite 456]] 1) Rinder weiden, hüten, [[βουκόλος]] sein; absolut, Iliad. 5, 313. 14, 445; Odyss. 10, 85 [[ἔνθα]] κ' ἄυπνος ἀνὴρ δοιοὺς [[ἐξήρατο]] μισθούς, τὸν μὲν βουκολέων, τὸν δ' ἄργυφα μῆλα νομεύων; Iliad. 21, 448 σὺ δ' εἰλίποδας ἕλικας βοῦς βουκολέεσκες Ἴδης ἐν κνημοῖσι; katachrestisch von Pferden Iliad. 20, 221 τοῦ τρισχίλιαι ἵπποι [[ἕλος]] κάτα βουκολέοντο θήλειαι; von Ziegen Eupolis B. A. 84; βουκολήσεται Ar. Pax 153; von Menschen, ernähren, Ar. Vesp. 10; Philostr.; – μὴ πρόκαμνε τόνδε βουκολούμενος πόνον Aesch. Eum. 78, solche Noth habend, od. in solcher Noth herumgetrieben; Callim. von den (»auf einer großen Weide gehenden«) am Himmel wandelnden Sternen, Del. 176. – 2) übertr., lindern, besänftigen, φροντίσιν νέον [[πάθος]] Aesch. Ag. 655; Sp., z. B. ἀλλότριοι κόσμοι τὸ τῆς φύσεως ἀπρεπὲς β., mildern, verdecken, Luc. Amor. 38; ἐλπίσι ἀπατηλαῖς βουκολοῦμαι, ich lasse mich durch Hoffnungen täuschen, Alciphr. 3, 5; geradezu = betrügen, Ar. Eccl. 81; Plut. de ed. lib. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> βουκολήσω, <i>ao.</i> ἐβουκόλησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. pf.</i> βεβουκόλημαι;<br /><b>1</b> faire paître des bœufs;<br /><b>2</b> faire paître <i>en gén.</i> ; prendre soin de ; calmer, adoucir : [[πάθος]] ESCHL une souffrance ; séduire en flattant, tromper;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[βουκολέομαι]], [[βουκολοῦμαι]] paître.<br />'''Étymologie:''' [[βουκόλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βουκολέω''': Δωρ. βωκ-· ([[βουκόλος]])·- [[βόσκω]] [[βοῦς]], ἕλικας [[βοῦς]] βουκολέεσκες (Ἰων. παρατα.), Ἰλ. Φ. 448.- Μέσ., βουκολεῖσθαι αἶγας Εὔπολ. Αἰξ. 25.- Παθ., ἐπὶ κτηνῶν, πλανῶμαι ἀνὰ τοὺς ἀγρούς, βόσκομαι, [[ἕλος]] κάτα βουκολέοντο, ἐπὶ ἵππων (πρβλ. [[ἱπποβουκόλος]]), Ἰλ. Υ. 221· μεταφ. ἐπὶ μετεώρων, πλανῶμαι ἀνὰ τὸν οὐρανόν, Καλλ. εἰς Δῆλ. 176. 2) ἐπὶ προσώπων, βουκολεῖς Σαβάζιον, περιποιεῖσαι αὐτόν, λατρεύεις ([[ἴσως]] μετὰ ὑπαινιγμοῦ τῆς λατρείας [[αὐτοῦ]]), Ἀριστ. Σφηγ. 10 · [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. τυπ., μὴ πρόκαμνε, τόνδε βουκοκούμενος πόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 73. ΙΙ. μετφ. ὡς τὸ [[ποιμαίνω]], Λατ. pasco, lacto, [[ἐμπαίζω]], ἐξαπατῶ, «ξεγελῶ», [[πόθος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 669, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81· β. λύπην Βάβρ. 19. 7· καὶ κατὰ μέσ. τύπ., ἐλπίσι βουκολοῦμαι, ἐξαπατῶ ἐμαυτὸν μὲ ἐλπίδας, Βαλκ. Ἱππ. 151· [[κάτω]] [[κάρα]] ῥίψας με βουκολήσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 153. | |lstext='''βουκολέω''': Δωρ. βωκ-· ([[βουκόλος]])·- [[βόσκω]] [[βοῦς]], ἕλικας [[βοῦς]] βουκολέεσκες (Ἰων. παρατα.), Ἰλ. Φ. 448.- Μέσ., βουκολεῖσθαι αἶγας Εὔπολ. Αἰξ. 25.- Παθ., ἐπὶ κτηνῶν, πλανῶμαι ἀνὰ τοὺς ἀγρούς, βόσκομαι, [[ἕλος]] κάτα βουκολέοντο, ἐπὶ ἵππων (πρβλ. [[ἱπποβουκόλος]]), Ἰλ. Υ. 221· μεταφ. ἐπὶ μετεώρων, πλανῶμαι ἀνὰ τὸν οὐρανόν, Καλλ. εἰς Δῆλ. 176. 2) ἐπὶ προσώπων, βουκολεῖς Σαβάζιον, περιποιεῖσαι αὐτόν, λατρεύεις ([[ἴσως]] μετὰ ὑπαινιγμοῦ τῆς λατρείας [[αὐτοῦ]]), Ἀριστ. Σφηγ. 10 · [[ὡσαύτως]] κατὰ μέσ. τυπ., μὴ πρόκαμνε, τόνδε βουκοκούμενος πόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 73. ΙΙ. μετφ. ὡς τὸ [[ποιμαίνω]], Λατ. pasco, lacto, [[ἐμπαίζω]], ἐξαπατῶ, «ξεγελῶ», [[πόθος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 669, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 81· β. λύπην Βάβρ. 19. 7· καὶ κατὰ μέσ. τύπ., ἐλπίσι βουκολοῦμαι, ἐξαπατῶ ἐμαυτὸν μὲ ἐλπίδας, Βαλκ. Ἱππ. 151· [[κάτω]] [[κάρα]] ῥίψας με βουκολήσεται Ἀριστοφ. Εἰρ. 153. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |