διαδέω: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[atar]] c. ac. externo de cosas [[δεῖ]] τὸ πλοῖον διαδήσαντας [[ἀμφοτέρωθεν]] ... πορεύεσθαι hay que avanzar sujetando la embarcación por ambas bordas</i> Hdt.2.29, c. dat. instrum. ἂν δέ τις αὐτὰ ταινίᾳ διαδήσῃ Arist.<i>Aud</i>.802<sup>a</sup>40<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. y dat. instrum. σχοινίοισι αὐτὴν διαδήσας Hdt.4.154, [[αὐτοῦ]] ... ἱμᾶσιν [[LXX]] 4<i>Ma</i>.9.11<br /><b class="num">•</b>[[arrestar]] δοῦλον ... δράσαντα δι[α] δήσας [[δέσμιον]] ἀγαγεῖν <i>POxy</i>.1423.9 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[aprisionar]] fig., en v. pas. γιγνώσκουσι ... τὴν ψυχὴν ... διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι Pl.<i>Phd</i>.82e.<br /><b class="num">2</b> [[vendar]] ἐρίοις δεσμοῖς τὰ κῶλα Gal.11.187, cf. 191, 235<br /><b class="num">•</b>abs. καλὸν ... διαδεῖν καὶ κατειλεῖν Herod.Med. en Orib.10.18.2.<br /><b class="num">II</b> en v. med. [[ceñirse]] διαδησάμενοι τὰ ἱμάτια ταῖς λαιαῖς ἀντὶ ἀσπίδων App.<i>Mith</i>.86<br /><b class="num">•</b>διαδεῖσθαι κεφαλήν [[ceñirse la cabeza]] c. dat. instrum. διαδήματι Luc.<i>DMort</i>.25.3, μίτρᾳ D.S.4.4.4<br /><b class="num">•</b>abs. ἀμπεχόμενον καὶ διαδούμενον περιττῶς καυσίαις διμίτροις Plu.<i>Demetr</i>.41, <i>diadumenum ... iuuenem</i> ref. a la escultura de Policleto, Plin.<i>HN</i> 34.55<br /><b class="num">•</b>[[coronar]] en v. pas. [[Ἄτταλος]] ... βασιλεὺς ἀνηγορεύθη διαδησάμενος Plu.2.489e.
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[atar]] c. ac. externo de cosas [[δεῖ]] τὸ πλοῖον διαδήσαντας [[ἀμφοτέρωθεν]] ... πορεύεσθαι hay que avanzar sujetando la embarcación por ambas bordas</i> Hdt.2.29, c. dat. instrum. ἂν δέ τις αὐτὰ ταινίᾳ διαδήσῃ Arist.<i>Aud</i>.802<sup>a</sup>40<br /><b class="num">•</b>c. ac. de pers. y dat. instrum. σχοινίοισι αὐτὴν διαδήσας Hdt.4.154, [[αὐτοῦ]] ... ἱμᾶσιν [[LXX]] 4<i>Ma</i>.9.11<br /><b class="num">•</b>[[arrestar]] δοῦλον ... δράσαντα δι[α] δήσας [[δέσμιον]] ἀγαγεῖν <i>POxy</i>.1423.9 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[aprisionar]] fig., en v. pas. γιγνώσκουσι ... τὴν ψυχὴν ... διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι Pl.<i>Phd</i>.82e.<br /><b class="num">2</b> [[vendar]] ἐρίοις δεσμοῖς τὰ κῶλα Gal.11.187, cf. 191, 235<br /><b class="num">•</b>abs. καλὸν ... διαδεῖν καὶ κατειλεῖν Herod.Med. en Orib.10.18.2.<br /><b class="num">II</b> en v. med. [[ceñirse]] διαδησάμενοι τὰ ἱμάτια ταῖς λαιαῖς ἀντὶ ἀσπίδων App.<i>Mith</i>.86<br /><b class="num">•</b>διαδεῖσθαι κεφαλήν [[ceñirse la cabeza]] c. dat. instrum. διαδήματι Luc.<i>DMort</i>.25.3, μίτρᾳ D.S.4.4.4<br /><b class="num">•</b>abs. ἀμπεχόμενον καὶ διαδούμενον περιττῶς καυσίαις διμίτροις Plu.<i>Demetr</i>.41, <i>diadumenum ... iuuenem</i> ref. a la escultura de Policleto, Plin.<i>HN</i> 34.55<br /><b class="num">•</b>[[coronar]] en v. pas. [[Ἄτταλος]] ... βασιλεὺς ἀνηγορεύθη διαδησάμενος Plu.2.489e.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />lier autour : [[τι]] qch ; τινά τινι entourer qqn de liens ; <i>Pass.</i> διαδεδέσθαι τὴν κεγαλὴν διαδήματι LUC avoir la tête ceinte d'un diadème ; <i>fig.</i> ἡ ψυχὴ διαδεδεμένη [[ἐν]] [[τῷ]] σώματι PLAT l'âme emprisonnée dans le corps;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[διαδέομαι]], [[διαδοῦμαι]] ceindre d'un diadème.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δέω]]¹.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω ὁλόγυρα, δ. τὸ [[πλοῖον]] Ἡρόδ. 2, 29, πρβλ. 4. 154· δ. τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Ἀριστ. Ἀκουστ. 36. ― Παθ., διαδεδεμένος, ἰσχυρῶς δεδεμένος, Πλάτ. Φαίδωνι 82Ε. ― Μέσ., δ. ἱμάτια ταῖς λαιαῖς, δένω, [[τυλίσσω]] αὐτὰ περὶ τοὺς ἀριστεροὺς βραχίονας, Ἀππ. Μιθρ. 86· ― ἀπολ., διαδήσασθαι, δένω τὴν κεφαλήν μου (διὰ διαδήματος), Πλούτ. Δημητρ. 41· ὁ διαδούμενος, [[ἄφηβος]] δένων [[πέριξ]] τὴν κόμην αὑτοῦ διὰ ταινίας, περίφημον [[ἔργον]] τοῦ Πολυκλείτου· καὶ ἐν τῷ παθ., διαδεδεμένος τὴν κεφαλὴν διαδήματι, μίτρᾳ, ἔχων τὴν κεφαλὴν δεδεμένην διὰ…, Διόδ. 4. 4, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 3.
|lstext='''διαδέω''': μέλλ. -δήσω, δένω ὁλόγυρα, δ. τὸ [[πλοῖον]] Ἡρόδ. 2, 29, πρβλ. 4. 154· δ. τὰ χαλκεῖα ταινίᾳ Ἀριστ. Ἀκουστ. 36. ― Παθ., διαδεδεμένος, ἰσχυρῶς δεδεμένος, Πλάτ. Φαίδωνι 82Ε. ― Μέσ., δ. ἱμάτια ταῖς λαιαῖς, δένω, [[τυλίσσω]] αὐτὰ περὶ τοὺς ἀριστεροὺς βραχίονας, Ἀππ. Μιθρ. 86· ― ἀπολ., διαδήσασθαι, δένω τὴν κεφαλήν μου (διὰ διαδήματος), Πλούτ. Δημητρ. 41· ὁ διαδούμενος, [[ἄφηβος]] δένων [[πέριξ]] τὴν κόμην αὑτοῦ διὰ ταινίας, περίφημον [[ἔργον]] τοῦ Πολυκλείτου· καὶ ἐν τῷ παθ., διαδεδεμένος τὴν κεφαλὴν διαδήματι, μίτρᾳ, ἔχων τὴν κεφαλὴν δεδεμένην διὰ…, Διόδ. 4. 4, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 12. 3.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />lier autour : [[τι]] qch ; τινά τινι entourer qqn de liens ; <i>Pass.</i> διαδεδέσθαι τὴν κεγαλὴν διαδήματι LUC avoir la tête ceinte d'un diadème ; <i>fig.</i> ἡ ψυχὴ διαδεδεμένη [[ἐν]] [[τῷ]] σώματι PLAT l'âme emprisonnée dans le corps;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[διαδέομαι]], [[διαδοῦμαι]] ceindre d'un diadème.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δέω]]¹.
}}
}}
{{grml
{{grml