γαμικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0473.png Seite 473]] 1) hochzeitlich, [[ὕμνος]], [[συμπόσιον]], Ath. IV, 130 a V, 188 b. – 2) die Ehe betreffend, νόμοι Plat. Legg. IV, 721 a; τὰ γαμικά, Hochzeit, Ehe, Thuc. 2, 15. 6, 6; Arist. Pol. 5, 4; γαμικῶς ἑστιᾶν, hochzeitlich bewirthen, Eth. 4, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0473.png Seite 473]] 1) hochzeitlich, [[ὕμνος]], [[συμπόσιον]], Ath. IV, 130 a V, 188 b. – 2) die Ehe betreffend, νόμοι Plat. Legg. IV, 721 a; τὰ γαμικά, Hochzeit, Ehe, Thuc. 2, 15. 6, 6; Arist. Pol. 5, 4; γαμικῶς ἑστιᾶν, hochzeitlich bewirthen, Eth. 4, 2.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le mariage ; τὰ γαμικά THC mariage, noces.<br />'''Étymologie:''' [[γάμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γαμικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς γάμον, νόμοι Πλάτ. Νόμ. 712Α · γ. [[ὁμιλία]], ἡ σαρκικὴ [[μῖξις]], Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 1 · γ. [[ὕμνος]], γαμήλιον ᾆσμα, Ἱππόλοχ. παρ ᾽ Ἀθην. 130Α · τά γαμ., ὁ [[γάμος]], Λατ. [[nuptiae]], Θουκ. 2. 15., 6. 6. ― Ἐπίρρ., γαμικῶς ἑστιᾶν, ὡς εἰς γάμον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν ἡλικίᾳ γάμου ὤν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2647, πρβλ. 5719. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς τὴν γυναῖκά του, Χρησμ. Σιβ. 7. 5.
|lstext='''γαμικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς γάμον, νόμοι Πλάτ. Νόμ. 712Α · γ. [[ὁμιλία]], ἡ σαρκικὴ [[μῖξις]], Ἀριστ. Πολ. 7. 16, 1 · γ. [[ὕμνος]], γαμήλιον ᾆσμα, Ἱππόλοχ. παρ ᾽ Ἀθην. 130Α · τά γαμ., ὁ [[γάμος]], Λατ. [[nuptiae]], Θουκ. 2. 15., 6. 6. ― Ἐπίρρ., γαμικῶς ἑστιᾶν, ὡς εἰς γάμον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 20. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἐν ἡλικίᾳ γάμου ὤν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2647, πρβλ. 5719. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς τὴν γυναῖκά του, Χρησμ. Σιβ. 7. 5.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le mariage ; τὰ γαμικά THC mariage, noces.<br />'''Étymologie:''' [[γάμος]].
}}
}}
{{grml
{{grml