γαμήλιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0472.png Seite 472]] ον, hochzeitlich, [[λέχος]] Men. bei Luc. amor. 2; λέκτρα p. bei Plut. Rom. 17; [[ἔργον]] Sol. 20; λουτρά Men. bei Schol. Ar. Lys. 378; [[ὑμέναιος]] Agath. 94 (VII, 568); θυηλαί Lycophr. 323; ὁ, sc. [[πλακοῦς]], der Hochzeitskuchen, bei Ath. VII, 280 d; – γαμηλία, nach Didym. bei Harpocr. ἡ τοῖς φράτορσιν ἐπὶ γάμοις διδομένη, sc. [[θυσία]], Hochzeitsschmaus, ἡ εἰς τοὺς φράτορας εἰσαγωγὴ τῶν γυναικῶν. So τὴν γαμηλίαν τοῖς φράτορσιν εἰσφέρειν, Dem. 57, 43. 69; vgl. Is. 8, 18; περὶ τῆς τοῖς φράτορσι γαμηλίας 3, 76; vgl. ibid. 79; den Schmaus den Mitgliedern seiner Phratrie bei seiner Verheirathung zur Einführung seiner Frau geben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0472.png Seite 472]] ον, hochzeitlich, [[λέχος]] Men. bei Luc. amor. 2; λέκτρα p. bei Plut. Rom. 17; [[ἔργον]] Sol. 20; λουτρά Men. bei Schol. Ar. Lys. 378; [[ὑμέναιος]] Agath. 94 (VII, 568); θυηλαί Lycophr. 323; ὁ, sc. [[πλακοῦς]], der Hochzeitskuchen, bei Ath. VII, 280 d; – γαμηλία, nach Didym. bei Harpocr. ἡ τοῖς φράτορσιν ἐπὶ γάμοις διδομένη, sc. [[θυσία]], Hochzeitsschmaus, ἡ εἰς τοὺς φράτορας εἰσαγωγὴ τῶν γυναικῶν. So τὴν γαμηλίαν τοῖς φράτορσιν εἰσφέρειν, Dem. 57, 43. 69; vgl. Is. 8, 18; περὶ τῆς τοῖς φράτορσι γαμηλίας 3, 76; vgl. ibid. 79; den Schmaus den Mitgliedern seiner Phratrie bei seiner Verheirathung zur Einführung seiner Frau geben.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nuptial.<br />'''Étymologie:''' [[γαμέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γαμήλιος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς γάμον, [[νυμφικός]], [[κοίτη]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 805 · [[τέλος]] Εὐμ. 835 · χοαί Χο. 487 · λέκτρα Ἀποσπ. 238 · εὐν ὴ Εὐρ. Μηδ. 673 · οὐδ’ ἧψαν φῶς τό γ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 256. 7 · ζυγ ὸν γ. [[αὐτόθι]] 564 · ― ἐπί τινων θεοτήτων προστατευουσῶν τὸν γάμον, Ἀθην. 185Β, Πολυδ. Α΄, 24. 2) γαμήλιον [[διάγραμμα]] Πλούτ. Ἠθ. 373, τρίγωνον ὀρθογώνιον, οὗ αἱ πλευραὶ παρίστανται διὰ 3, 4, 5. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[γαμήλιος]], ὁ, (ἐνν. [[πλακοῦς]]) Φιλέταιρ. Οἰν. 1. 2) γαμηλία (ἐνν. [[θυσία]]), ἡ, ἐπὶ τῷ γάμῳ [[ἑορτή]], Ἰσαῖ. 45. 33., 46. 5 · γαμηλίαν εἰσφέρειν τοῖς φράτερσι, ἑστιᾶν τοὺς πολίτας τῆς ἰδίας φρατρίας ἐπὶ τῇ εἰσαγωγῇ τῆς νύμφης, Δημ. 1312. 12., 1320. 13, Schöm. εἰς Ἰσαῖ. σ. 263, Ἡσύχ.
|lstext='''γαμήλιος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς γάμον, [[νυμφικός]], [[κοίτη]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 805 · [[τέλος]] Εὐμ. 835 · χοαί Χο. 487 · λέκτρα Ἀποσπ. 238 · εὐν ὴ Εὐρ. Μηδ. 673 · οὐδ’ ἧψαν φῶς τό γ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 256. 7 · ζυγ ὸν γ. [[αὐτόθι]] 564 · ― ἐπί τινων θεοτήτων προστατευουσῶν τὸν γάμον, Ἀθην. 185Β, Πολυδ. Α΄, 24. 2) γαμήλιον [[διάγραμμα]] Πλούτ. Ἠθ. 373, τρίγωνον ὀρθογώνιον, οὗ αἱ πλευραὶ παρίστανται διὰ 3, 4, 5. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[γαμήλιος]], ὁ, (ἐνν. [[πλακοῦς]]) Φιλέταιρ. Οἰν. 1. 2) γαμηλία (ἐνν. [[θυσία]]), ἡ, ἐπὶ τῷ γάμῳ [[ἑορτή]], Ἰσαῖ. 45. 33., 46. 5 · γαμηλίαν εἰσφέρειν τοῖς φράτερσι, ἑστιᾶν τοὺς πολίτας τῆς ἰδίας φρατρίας ἐπὶ τῇ εἰσαγωγῇ τῆς νύμφης, Δημ. 1312. 12., 1320. 13, Schöm. εἰς Ἰσαῖ. σ. 263, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nuptial.<br />'''Étymologie:''' [[γαμέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml