θρίξ: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1219.png Seite 1219]] τριχός, dat. plur. θριξί, ἡ, [[Haar]]; von Menschen, κεφαλῆς Od. 13, 399; so vom Haupthaar bei Tragg. u. in Prosa; die Locke, auch im sing., Soph. El. 443, u. wie bei uns collectiv, das Haar, Ant. 1080 u. sonst bei Tragg.; vom Barthaare, γενείου Aesch. Pers. 13; – von Thieren, κάπρου, Borsten, Il. 19, 254; Hes. Sc. 391; ἀρνῶν, Wolle, Il. 3, 273; οὐραῖαι 23, 520, vom Pferdeschweif; vgl. Soph. frg. 422; ταῖς θριξὶ ταῖς τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ταῖς τοῦ ἀνθρώπου Plat. Prot. 334 b. – Sprichwörtlich ἐκ τριχὸς κρέμασθαι, an einem Haare hangen, Zenob. 3, 47, wie ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι Paul. Sil. 23 (V, 230); ἐς ὀλβίστην ἱερὴν [[τρίχα]] [[ἐλθεῖν]], = ζωῆς τέρμαθ' ἱκέσθαι, Antp. Sid. 85. 86 (VII, 164. 165); θρὶξ ἀνὰ [[μέσον]], um ein Haarbreit, Theocr. 14, 9; ἄξιόν τι τριχός, von unbedeutenden Sachen, Ar. Ran. 613, vgl. Xen. Conv. 6, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1219.png Seite 1219]] τριχός, dat. plur. θριξί, ἡ, [[Haar]]; von Menschen, κεφαλῆς Od. 13, 399; so vom Haupthaar bei Tragg. u. in Prosa; die Locke, auch im sing., Soph. El. 443, u. wie bei uns collectiv, das Haar, Ant. 1080 u. sonst bei Tragg.; vom Barthaare, γενείου Aesch. Pers. 13; – von Thieren, κάπρου, Borsten, Il. 19, 254; Hes. Sc. 391; ἀρνῶν, Wolle, Il. 3, 273; οὐραῖαι 23, 520, vom Pferdeschweif; vgl. Soph. frg. 422; ταῖς θριξὶ ταῖς τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ταῖς τοῦ ἀνθρώπου Plat. Prot. 334 b. – Sprichwörtlich ἐκ τριχὸς κρέμασθαι, an einem Haare hangen, Zenob. 3, 47, wie ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι Paul. Sil. 23 (V, 230); ἐς ὀλβίστην ἱερὴν [[τρίχα]] [[ἐλθεῖν]], = ζωῆς τέρμαθ' ἱκέσθαι, Antp. Sid. 85. 86 (VII, 164. 165); θρὶξ ἀνὰ [[μέσον]], um ein Haarbreit, Theocr. 14, 9; ἄξιόν τι τριχός, von unbedeutenden Sachen, Ar. Ran. 613, vgl. Xen. Conv. 6, 2.
}}
{{bailly
|btext=[[τριχός]] (ἡ) :<br /><i>dat. pl.</i> [[θριξί]];<br />poil, <i>particul.</i><br /><b>I.</b> <i>au plur.</i> [[τρίχες]];<br /><b>1</b> cheveux;<br /><b>2</b> poils du corps;<br /><b>3</b> crins (de la queue d'un cheval), crins du sommet de la tête d'un cheval;<br /><b>4</b> toison de brebis ; <i>particul.</i> poils sur la tête de l'agneau;<br /><b>5</b> soies d'un porc;<br /><b>II.</b> <i>au sg.</i><br /><b>1</b> <i>d'ord au sens collectif</i> cheveux, chevelure : τριχὸς [[πλόκαμος]] ESCHL, τριχὸς [[βόστρυχος]] ESCHL tresse <i>ou</i> boucle de cheveux;<br /><b>2</b> barbe.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. -- Babiniotis cf. <i>lit.</i> drikà « fils ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θρίξ''': ἡ, γεν. τρῐχός, δοτ. πληθ. θριξί: - «[[τρίχα]]», ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ πληθ., ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν ἐν... μελέεσιν Ἰλ. Ω. 359· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς, Ἰλ. Χ. 77· πλῆρες: τρίχες κεφαλῆς ὀδ. Ν. 399, 431· αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Θουκ. 1. 6· - [[ὡσαύτως]], [[ἔριον]] προβάτου, Ἰλ. Γ. 273, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 515· χοίρου τρίχες, Ἰλ. Τ. 254, Ὀδ. Κ. 239· οὐραῖαι τρίχες, αἱ τρίχες τῆς οὐρᾶς ἵππου, Ἰλ. Ψ. 519· ἀντίθετον τῷ πρῶται τρίχες Θ. 83· πρβλ. [[εὖθριξ]], [[καλλίθριξ]]· - μεταγεν., [[λόφος]] ἐκ τριχῶν, ὁ [[λόφος]] τοῦ κορυδαλλοῦ, Γαλην. παρὰ Λοβεκ. Φρυν. 339. ΙΙ. ὁ ἑνικ. ἐν χρήσει περιληπτικῶς παρ’ Ἀττ., ἀντέλλουσα [[θρίξ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 535, Ἀγ. 562, Σοφ. Ἡλ. 451· τριχὸς [[πλόκαμος]] ἢ βόστρυχος Αἰσχύλ. Θήβ. 564, Χο. 230· [[θρίξ]] γενείου ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1056· ἐν Ἐπιγραφ., Ἐπαφρόδιτος… τὴν παιδικήν [[τρίχα]] Ὑγίᾳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2391, πρβλ. -92, -93· - ἐπὶ τῆς χαίτης ἵππου, Σοφ. Ἀποσπ. 422· ἢ τῆς οὐρᾶς, Εὐρ. ἐν Ρήσ. 784· κυνῶν, Ξεν., κτλ. 2) μία μόνη [[θρίξ]], παροιμ., [[θρίξ]] ἀνὰ μέσσον, μιᾶς τριχὸς [[διάστημα]], Θεόκρ. 14. 9, πρβλ. Ξεν Συμπ. 6.2· ἄξιον τριχός, ἔχον ἀξίαν τριχὸς, δηλ. μηδεμίαν ἔχον ἀξίαν, Ἀριστοφ. Βατρ. 613· ἐκ τριχὸς κρέμασθαι, ἐπὶ τῶν [[σφόδρα]] διακινδυνευόντων, ὡς τὸ ἐπὶ ξυροῦ ἵστασθαι, Παροιμιογρ.· ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι Ἀνθ. Π. 5. 230· ἔλθοι εἰς ὀλβίστην ἱερὴν [[τρίχα]], νὰ φθάσῃ εἰς λιπαρὸν καὶ εὐδαιμονέστατον [[γῆρας]], [[αὐτόθι]] 7. 164, 165.
|lstext='''θρίξ''': ἡ, γεν. τρῐχός, δοτ. πληθ. θριξί: - «[[τρίχα]]», ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ πληθ., ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν ἐν... μελέεσιν Ἰλ. Ω. 359· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς, Ἰλ. Χ. 77· πλῆρες: τρίχες κεφαλῆς ὀδ. Ν. 399, 431· αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Θουκ. 1. 6· - [[ὡσαύτως]], [[ἔριον]] προβάτου, Ἰλ. Γ. 273, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 515· χοίρου τρίχες, Ἰλ. Τ. 254, Ὀδ. Κ. 239· οὐραῖαι τρίχες, αἱ τρίχες τῆς οὐρᾶς ἵππου, Ἰλ. Ψ. 519· ἀντίθετον τῷ πρῶται τρίχες Θ. 83· πρβλ. [[εὖθριξ]], [[καλλίθριξ]]· - μεταγεν., [[λόφος]] ἐκ τριχῶν, ὁ [[λόφος]] τοῦ κορυδαλλοῦ, Γαλην. παρὰ Λοβεκ. Φρυν. 339. ΙΙ. ὁ ἑνικ. ἐν χρήσει περιληπτικῶς παρ’ Ἀττ., ἀντέλλουσα [[θρίξ]] Αἰσχύλ. Θήβ. 535, Ἀγ. 562, Σοφ. Ἡλ. 451· τριχὸς [[πλόκαμος]] ἢ βόστρυχος Αἰσχύλ. Θήβ. 564, Χο. 230· [[θρίξ]] γενείου ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1056· ἐν Ἐπιγραφ., Ἐπαφρόδιτος… τὴν παιδικήν [[τρίχα]] Ὑγίᾳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2391, πρβλ. -92, -93· - ἐπὶ τῆς χαίτης ἵππου, Σοφ. Ἀποσπ. 422· ἢ τῆς οὐρᾶς, Εὐρ. ἐν Ρήσ. 784· κυνῶν, Ξεν., κτλ. 2) μία μόνη [[θρίξ]], παροιμ., [[θρίξ]] ἀνὰ μέσσον, μιᾶς τριχὸς [[διάστημα]], Θεόκρ. 14. 9, πρβλ. Ξεν Συμπ. 6.2· ἄξιον τριχός, ἔχον ἀξίαν τριχὸς, δηλ. μηδεμίαν ἔχον ἀξίαν, Ἀριστοφ. Βατρ. 613· ἐκ τριχὸς κρέμασθαι, ἐπὶ τῶν [[σφόδρα]] διακινδυνευόντων, ὡς τὸ ἐπὶ ξυροῦ ἵστασθαι, Παροιμιογρ.· ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι Ἀνθ. Π. 5. 230· ἔλθοι εἰς ὀλβίστην ἱερὴν [[τρίχα]], νὰ φθάσῃ εἰς λιπαρὸν καὶ εὐδαιμονέστατον [[γῆρας]], [[αὐτόθι]] 7. 164, 165.
}}
{{bailly
|btext=[[τριχός]] (ἡ) :<br /><i>dat. pl.</i> [[θριξί]];<br />poil, <i>particul.</i><br /><b>I.</b> <i>au plur.</i> [[τρίχες]];<br /><b>1</b> cheveux;<br /><b>2</b> poils du corps;<br /><b>3</b> crins (de la queue d'un cheval), crins du sommet de la tête d'un cheval;<br /><b>4</b> toison de brebis ; <i>particul.</i> poils sur la tête de l'agneau;<br /><b>5</b> soies d'un porc;<br /><b>II.</b> <i>au sg.</i><br /><b>1</b> <i>d'ord au sens collectif</i> cheveux, chevelure : τριχὸς [[πλόκαμος]] ESCHL, τριχὸς [[βόστρυχος]] ESCHL tresse <i>ou</i> boucle de cheveux;<br /><b>2</b> barbe.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d'étym. -- Babiniotis cf. <i>lit.</i> drikà « fils ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth