θυμοειδής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1223.png Seite 1223]] ές, muthig. zornig, Ggstz [[ἄθυμος]], Plat. Rep. V, 456 a; πραεῖα [[φύσις]] II, 375 e; unterschieden von ἀκρόχολοι u. ὀργίλοι, III, 411 c; Pferde, καὶ μαχητικοί, V, 467 e; Xen. Hipp. 10, 17. Ggstz von [[εὐπειθής]], Mem. 4, 2, 25 u. öfter; von [[βλάξ]], Hipp. 9, 1; καὶ [[εὔτολμος]] Hdn. 8, 1, 6; τὸ θυμοειδές, der Zorn, D. L. 3, 67; Muth, Plut. virt. mor. 6. – Advb., Sp., wie Hdn. 4, 3, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1223.png Seite 1223]] ές, muthig. zornig, Ggstz [[ἄθυμος]], Plat. Rep. V, 456 a; πραεῖα [[φύσις]] II, 375 e; unterschieden von ἀκρόχολοι u. ὀργίλοι, III, 411 c; Pferde, καὶ μαχητικοί, V, 467 e; Xen. Hipp. 10, 17. Ggstz von [[εὐπειθής]], Mem. 4, 2, 25 u. öfter; von [[βλάξ]], Hipp. 9, 1; καὶ [[εὔτολμος]] Hdn. 8, 1, 6; τὸ θυμοειδές, der Zorn, D. L. 3, 67; Muth, Plut. virt. mor. 6. – Advb., Sp., wie Hdn. 4, 3, 7.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> d'un caractère résolu, courageux;<br /><b>2</b> irascible, querelleur ; <i>en parl. de chevaux</i> rétif, ombrageux.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡμοειδής''': -ές, [[εὔθυμος]], [[θαρραλέος]], [[ζωηρός]], Λατ. animosus, ἀντιτίθεται τῷ [[ἄθυμος]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, Πλάτ. Πολ. 456 Α· τῷ [[ὀργίλος]], [[αὐτόθι]] 411C· τῷ [[βλακώδης]], Ξεν. Ἱππ. 9, 1. 2) [[ὁρμητικός]], [[ὀξύθυμος]], ἀντίθετον τῷ [[πραΰς]], Πλάτ. Πολ. 375C· ἐπὶ ἵππων, [[δυσπειθής]], [[ἄγριος]], ἀντίθετον τῷ [[εὐπειθής]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 25, Συμπ. 2, 10. 3) ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Πλάτωνος, τὸ θυμοειδὲς ἦτο τὸ [[μέρος]] τῆς ψυχῆς [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[ἕδρα]] τοῦ θάρρους, τῆς ἐλπίδος, τῆς ὀργῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐπιθυμητικὸν ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἔδρα τῶν ὀρέξεων καὶ ὁρμῶν), Πολ. 410Β, 141 Α, κἑξ., πρβλ. Διογ. Λ. 3. 67, καὶ ἴδε θυμὸς ΙΙ. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἡρῳδιαν. 4. 3.
|lstext='''θῡμοειδής''': -ές, [[εὔθυμος]], [[θαρραλέος]], [[ζωηρός]], Λατ. animosus, ἀντιτίθεται τῷ [[ἄθυμος]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, Πλάτ. Πολ. 456 Α· τῷ [[ὀργίλος]], [[αὐτόθι]] 411C· τῷ [[βλακώδης]], Ξεν. Ἱππ. 9, 1. 2) [[ὁρμητικός]], [[ὀξύθυμος]], ἀντίθετον τῷ [[πραΰς]], Πλάτ. Πολ. 375C· ἐπὶ ἵππων, [[δυσπειθής]], [[ἄγριος]], ἀντίθετον τῷ [[εὐπειθής]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 25, Συμπ. 2, 10. 3) ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Πλάτωνος, τὸ θυμοειδὲς ἦτο τὸ [[μέρος]] τῆς ψυχῆς [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[ἕδρα]] τοῦ θάρρους, τῆς ἐλπίδος, τῆς ὀργῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐπιθυμητικὸν ([[ὅπερ]] [[εἶναι]] ἔδρα τῶν ὀρέξεων καὶ ὁρμῶν), Πολ. 410Β, 141 Α, κἑξ., πρβλ. Διογ. Λ. 3. 67, καὶ ἴδε θυμὸς ΙΙ. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἡρῳδιαν. 4. 3.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> d'un caractère résolu, courageux;<br /><b>2</b> irascible, querelleur ; <i>en parl. de chevaux</i> rétif, ombrageux.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{grml
{{grml