αὖλαξ: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0392.png Seite 392]] ακος, ἡ, s. [[ἄλοξ]] (vgl. [[ὦλαξ]], ὦλξ).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0392.png Seite 392]] ακος, ἡ, s. [[ἄλοξ]] (vgl. [[ὦλαξ]], ὦλξ).
}}
{{bailly
|btext=ακος (ἡ, <i>qqf</i> ὁ)<br />sillon.<br />'''Étymologie:''' p. *ἄϜλαξ, de ἀ prosth, et R. Ϝελκ tirer, v. [[ἕλκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὖλαξ''': -ᾰκος, ἡ, ([[ὡσαύτως]] ὁ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13, Ἀνθ. Π. 9. 274)· [[προσέτι]] [[ἄλοξ]], οκος, τὸ δὲ ὦλξ εὕρηται μόνον κατ’ αἰτ. ὦλκα, ὦλκας· Δωρ. [[ὦλαξ]] Ἐτυμ. Μ. 625. 38)·- τὸ κατὰ τὴν ἄροσιν σχηματιζόμενον «αὐλάκι». Λατ. sulcus, [βόε] ἱεμένω κατὰ ὦλκα, σπεύδοντας κατὰ [[μῆκος]] τῆς αὔλακος, Ἰλ. Ν. 707· (οὕτω, κατὰ ὦλκας Ἀπολλ. Ρόδ. Γ.1054)· τῷ κέ μ’ ἴδοις, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Ὀδ. Σ. 375· [βόε] ἐρίσαντε ἐν αὔλακι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 437· ἰθεῖαν... αὔλακ’ ἐλαύνειν [[αὐτόθι]] 441· ὀρθάς... αὔλακας ἤλαυνε Πινδ. Π. 4. 405· ἀρότρῳ ἀναρρηγνύντες αὔλακας Ἡρόδ. 2, 14· αἰθέρας αὔλακα τέμνων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1400· ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾱν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1016. βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος (ἴδε [[καρπόω]]) ὁ αὐτ. Θήβ. 593· ἐν ἄλοκι Ἀριστ. Ὄρν.234. 2) μεταφ. ἐπὶ γυναικὸς ὡς φερούσης τέκνα, σπείρειν τέκνων ἄλοκα Εὐρ. Φοίν. 18· πατρῷαι ἄλοκες, τοῦ πατρός σου ἡ [[σύζυγος]], Σοφ. Ο. Τ. 1210. 3) μεταφ. [[ὡσαύτως]] [[αὖλαξ]] ἐπὶ τοῦ δέρματος, [[τραῦμα]], κόψιμον, «τζαγρούνισμα», ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ Αἰσχύλ. Χο. 25· δορὸς ἄλοκα Εὐρ.Ἡρ. Μαιν. 164· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς γραμμῆς ἐφ’ ἧς γράφει τις, ποίαν αὔλακα; Ἀριστοφ. Θεσμ. 782, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 68. 4) [[ὄγμος]], ἡ [[εὐθεῖα]] γραμμὴ ἥν ἀποτελεῖ ὁ θερίζων, ποῖός τις δειλαῖε τύ γ’ ἐκ μέσω ἄματος ἐσσῇ, ὅς νῦν ἀρχόμενος (ἀρχομένῳ Ahrens) τᾱς αὔλακος οὐκ ἀποτρώγεις; «[[ποταπός]] ἔσῃ προïούσης τῆς ἡμέρας ὅτε νῦν ῥαθυμεῖς τῆς ἐργασίας ἀρχόμενος… καὶ οὐκ ἀποτέμνεις τῆς αὔλακος οὐδέν;» (Σχόλ.) Θεόκρ. 10. 6. 5) [[αὖλαξ]] [[ὑδροφόρος]], [[ὑδραγωγεῖον]], Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 594. 4. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητική, [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντῶσα ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ὅτι ὁ [[μόνος]] παρ’ Ὁμήρ. ἀπαντῶν [[τύπος]] [[εἶναι]] ἡ αἰτ. ὦλκα· ὅτι τὸ [[αὖλαξ]] εὕρηται μόνον παρὰ Πινδ. καὶ Ἡροδ., τὸ δὲ [[ἄλοξ]] μὸνον παρὰ τραγ. ἀμφότερα δέ, τό τε [[αὖλαξ]] καὶ [[ἄλοξ]], παρ’ Ἀριστοφ. (Ἐκ συγκρίσεως πρὸς τὸ [[ὁλκός]], Λατ. sulcus, καταφαίνεται ὅτι ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] μία καὶ ἡ αὐτή, δηλ. F ΕΛΚ (πρβλ. ἔλκω), [[διότι]] παρ’ Ὁμ. τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ Fῶλκα, καὶ τὸ [[αὖλαξ]] [[εἶναι]] ἄFλαξ).
|lstext='''αὖλαξ''': -ᾰκος, ἡ, ([[ὡσαύτως]] ὁ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13, Ἀνθ. Π. 9. 274)· [[προσέτι]] [[ἄλοξ]], οκος, τὸ δὲ ὦλξ εὕρηται μόνον κατ’ αἰτ. ὦλκα, ὦλκας· Δωρ. [[ὦλαξ]] Ἐτυμ. Μ. 625. 38)·- τὸ κατὰ τὴν ἄροσιν σχηματιζόμενον «αὐλάκι». Λατ. sulcus, [βόε] ἱεμένω κατὰ ὦλκα, σπεύδοντας κατὰ [[μῆκος]] τῆς αὔλακος, Ἰλ. Ν. 707· (οὕτω, κατὰ ὦλκας Ἀπολλ. Ρόδ. Γ.1054)· τῷ κέ μ’ ἴδοις, εἰ ὦλκα διηνεκέα προταμοίμην Ὀδ. Σ. 375· [βόε] ἐρίσαντε ἐν αὔλακι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 437· ἰθεῖαν... αὔλακ’ ἐλαύνειν [[αὐτόθι]] 441· ὀρθάς... αὔλακας ἤλαυνε Πινδ. Π. 4. 405· ἀρότρῳ ἀναρρηγνύντες αὔλακας Ἡρόδ. 2, 14· αἰθέρας αὔλακα τέμνων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1400· ἐξ ἀλόκων ἐπετειᾱν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1016. βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος (ἴδε [[καρπόω]]) ὁ αὐτ. Θήβ. 593· ἐν ἄλοκι Ἀριστ. Ὄρν.234. 2) μεταφ. ἐπὶ γυναικὸς ὡς φερούσης τέκνα, σπείρειν τέκνων ἄλοκα Εὐρ. Φοίν. 18· πατρῷαι ἄλοκες, τοῦ πατρός σου ἡ [[σύζυγος]], Σοφ. Ο. Τ. 1210. 3) μεταφ. [[ὡσαύτως]] [[αὖλαξ]] ἐπὶ τοῦ δέρματος, [[τραῦμα]], κόψιμον, «τζαγρούνισμα», ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ Αἰσχύλ. Χο. 25· δορὸς ἄλοκα Εὐρ.Ἡρ. Μαιν. 164· οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς γραμμῆς ἐφ’ ἧς γράφει τις, ποίαν αὔλακα; Ἀριστοφ. Θεσμ. 782, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 68. 4) [[ὄγμος]], ἡ [[εὐθεῖα]] γραμμὴ ἥν ἀποτελεῖ ὁ θερίζων, ποῖός τις δειλαῖε τύ γ’ ἐκ μέσω ἄματος ἐσσῇ, ὅς νῦν ἀρχόμενος (ἀρχομένῳ Ahrens) τᾱς αὔλακος οὐκ ἀποτρώγεις; «[[ποταπός]] ἔσῃ προïούσης τῆς ἡμέρας ὅτε νῦν ῥαθυμεῖς τῆς ἐργασίας ἀρχόμενος… καὶ οὐκ ἀποτέμνεις τῆς αὔλακος οὐδέν;» (Σχόλ.) Θεόκρ. 10. 6. 5) [[αὖλαξ]] [[ὑδροφόρος]], [[ὑδραγωγεῖον]], Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 594. 4. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητική, [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντῶσα ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. πεζῷ λόγῳ, ὅτι ὁ [[μόνος]] παρ’ Ὁμήρ. ἀπαντῶν [[τύπος]] [[εἶναι]] ἡ αἰτ. ὦλκα· ὅτι τὸ [[αὖλαξ]] εὕρηται μόνον παρὰ Πινδ. καὶ Ἡροδ., τὸ δὲ [[ἄλοξ]] μὸνον παρὰ τραγ. ἀμφότερα δέ, τό τε [[αὖλαξ]] καὶ [[ἄλοξ]], παρ’ Ἀριστοφ. (Ἐκ συγκρίσεως πρὸς τὸ [[ὁλκός]], Λατ. sulcus, καταφαίνεται ὅτι ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] μία καὶ ἡ αὐτή, δηλ. F ΕΛΚ (πρβλ. ἔλκω), [[διότι]] παρ’ Ὁμ. τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ Fῶλκα, καὶ τὸ [[αὖλαξ]] [[εἶναι]] ἄFλαξ).
}}
{{bailly
|btext=ακος (ἡ, <i>qqf</i> ὁ)<br />sillon.<br />'''Étymologie:''' p. *ἄϜλαξ, de ἀ prosth, et R. Ϝελκ tirer, v. [[ἕλκω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater