3,251,692
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0523.png Seite 523]] bei Homer einmal, Odyss. 15, 284 θεὰ [[δασπλῆτις]] ἐρινύς; Ableitung und Bedeutung zweifelhaft; verschiedene Deutungen, z. B. »[[die schrecklich nahende]]«, »[[die furchtbar schlagende]]«, s. Scholl. Odyss. 15, 234 Apollon. Lexic. Homer. p. 56, 20. Besser als diese ohne Zweifel unhaltbaren Deutungen ist vielleicht eine Ableitung von δᾶ = γῆ und [[πελάτις]] »die [[Dienerin]]«, vgl. [[πελάζω]] πλῆτο, entstanden aus πε'λατο; denn die Erinys ist nach Homer Dienerin der höheren chthonischen Gottheiten: Iliad. 9, 568 sqq πολλὰ δὲ καὶ γαῖαν πολυφόρβην χερσὶν ἀλοία κικλήσκουσ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν, [[πρόχνυ]] καθεζομένη, δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι, παιδὶ δόμεν θάνατον· τῆς δ' ήεροφοῖτις ἐρινὺς ἔκλυεν ἐξ [[Ἐρέβεσφιν]], ἀμείλιχον [[ἦτορ]] ἔχουσα, Scholl. Aristonic. vs. 568 ἡ [[διπλῆ]] ὅτι οἱ τοὺς χθονίους θεοὺς ἐπικαλούμενοι ταῖς χερσὶ τὴν γῆν ἐπέκρουον, derselbe vs. 569 ἡ [[διπλῆ]] ὅτι ἐπικαλεῖται μὲν τὸν Ἅιδην καὶ τὴν Περσεφόνην, ὑπακούουσι δὲ αἱ Ἐρινύες ὡς ὑπηρετίδες, derselbe vs. 571 ἡ [[διπλῆ]] ὅτι αἱ 'Ερινύες [[ὥσπερ]] ὑπηρετίδες ὑπακούουσι, καὶ οὐ μάχεται τὸ »κικλήσκουσ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν«; vgl. Lehrs Aristarch. p. 185. Hiernach kann unbedenklich die [[δασπλῆτις]] ἐρινύς als »[[Dienerin]] [[ der Erdgottheit]]« aufgefaßt werden. Das δας – ist genitiv., vgl. z. B. [[νεώσοικος]]. – Die Späteren verstanden das Wort nicht; an Homer hielt sich genau Orph. Argon. 872 ἧκε δ'ἄρ' ἰὸν ὑπὸ σπλάγχνοις [[δασπλῆτις]] 'Ερινύς; von der Hekate, ebenfalls einer chthonischen Gottheit, Theocr. 2, 14 χαῐρ' Ἑκάτα δασπλῆτι. Ungleich freier ist aus Unverstand [[δασπλής]] gebraucht worden, w. m. s. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0523.png Seite 523]] bei Homer einmal, Odyss. 15, 284 θεὰ [[δασπλῆτις]] ἐρινύς; Ableitung und Bedeutung zweifelhaft; verschiedene Deutungen, z. B. »[[die schrecklich nahende]]«, »[[die furchtbar schlagende]]«, s. Scholl. Odyss. 15, 234 Apollon. Lexic. Homer. p. 56, 20. Besser als diese ohne Zweifel unhaltbaren Deutungen ist vielleicht eine Ableitung von δᾶ = γῆ und [[πελάτις]] »die [[Dienerin]]«, vgl. [[πελάζω]] πλῆτο, entstanden aus πε'λατο; denn die Erinys ist nach Homer Dienerin der höheren chthonischen Gottheiten: Iliad. 9, 568 sqq πολλὰ δὲ καὶ γαῖαν πολυφόρβην χερσὶν ἀλοία κικλήσκουσ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν, [[πρόχνυ]] καθεζομένη, δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι, παιδὶ δόμεν θάνατον· τῆς δ' ήεροφοῖτις ἐρινὺς ἔκλυεν ἐξ [[Ἐρέβεσφιν]], ἀμείλιχον [[ἦτορ]] ἔχουσα, Scholl. Aristonic. vs. 568 ἡ [[διπλῆ]] ὅτι οἱ τοὺς χθονίους θεοὺς ἐπικαλούμενοι ταῖς χερσὶ τὴν γῆν ἐπέκρουον, derselbe vs. 569 ἡ [[διπλῆ]] ὅτι ἐπικαλεῖται μὲν τὸν Ἅιδην καὶ τὴν Περσεφόνην, ὑπακούουσι δὲ αἱ Ἐρινύες ὡς ὑπηρετίδες, derselbe vs. 571 ἡ [[διπλῆ]] ὅτι αἱ 'Ερινύες [[ὥσπερ]] ὑπηρετίδες ὑπακούουσι, καὶ οὐ μάχεται τὸ »κικλήσκουσ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν«; vgl. Lehrs Aristarch. p. 185. Hiernach kann unbedenklich die [[δασπλῆτις]] ἐρινύς als »[[Dienerin]] [[ der Erdgottheit]]« aufgefaßt werden. Das δας – ist genitiv., vgl. z. B. [[νεώσοικος]]. – Die Späteren verstanden das Wort nicht; an Homer hielt sich genau Orph. Argon. 872 ἧκε δ'ἄρ' ἰὸν ὑπὸ σπλάγχνοις [[δασπλῆτις]] 'Ερινύς; von der Hekate, ebenfalls einer chthonischen Gottheit, Theocr. 2, 14 χαῐρ' Ἑκάτα δασπλῆτι. Ungleich freier ist aus Unverstand [[δασπλής]] gebraucht worden, w. m. s. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος<br /><i>adj. f.</i><br />terrible.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δασπλῆτις''': ἡ, = τρομερά, φρικτή, φοβερά, Θεὰ δ. Ἐρινὺς Ὀδ. Ο. 234, πρβλ. Ruhnk. Ἐπ. Κρ. 155· ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Θεόκρ. 2. 14· οὕτω καὶ δασπλής, ῆτος, ὁ, ἡ: δασπλῆτα Χάρυβδιν Σιμων. 46· δασπλῆτες [[Εὐμενίδες]] Εὐφορ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 241. (Τὸ σκοτεινὸν τοῦτο ἐπίθετον φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] σύνθετον ἐκ τοῦ ἐπιτατικοῦ προθεματικοῦ μορίου δα- ἤ ζα-, καὶ τῆς ῥίζης [[πέλας]], [[πελάζω]], παρεντεθέντος τοῦ σ· ― περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. [[πλᾶτις]], τειχεσιπλήτης). | |lstext='''δασπλῆτις''': ἡ, = τρομερά, φρικτή, φοβερά, Θεὰ δ. Ἐρινὺς Ὀδ. Ο. 234, πρβλ. Ruhnk. Ἐπ. Κρ. 155· ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, Θεόκρ. 2. 14· οὕτω καὶ δασπλής, ῆτος, ὁ, ἡ: δασπλῆτα Χάρυβδιν Σιμων. 46· δασπλῆτες [[Εὐμενίδες]] Εὐφορ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 241. (Τὸ σκοτεινὸν τοῦτο ἐπίθετον φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] σύνθετον ἐκ τοῦ ἐπιτατικοῦ προθεματικοῦ μορίου δα- ἤ ζα-, καὶ τῆς ῥίζης [[πέλας]], [[πελάζω]], παρεντεθέντος τοῦ σ· ― περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. [[πλᾶτις]], τειχεσιπλήτης). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |