διδασκαλικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0615.png Seite 615]] zum Lehren oder Unterrichten gehörig, geschickt, Plat. Gorg. 755 a; ἡ ἐν τοῖς λόγοις διδασκαλική, sc. [[τέχνη]], Soph. 229 e; λόγοι Xen. Mem. 1, 2, 21; Arist. u. Folgde; [[τόπος]] [[διδασκαλικός]], locus classicus, Schol. Il. 5, 857. – Adv., Plat. Crat. 388 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0615.png Seite 615]] zum Lehren oder Unterrichten gehörig, geschickt, Plat. Gorg. 755 a; ἡ ἐν τοῖς λόγοις διδασκαλική, sc. [[τέχνη]], Soph. 229 e; λόγοι Xen. Mem. 1, 2, 21; Arist. u. Folgde; [[τόπος]] [[διδασκαλικός]], locus classicus, Schol. Il. 5, 857. – Adv., Plat. Crat. 388 c.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l'enseignement ; λόγοι διδασκαλικοί XÉN les discours, <i>càd</i> les enseignements du maître;<br /><b>2</b> capable d'enseigner, apte à instruire ; τὸ διδασκαλικόν PLUT ce qui peut instruire.<br />'''Étymologie:''' [[διδάσκαλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐδασκᾰλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς διδασκαλίαν ἢ εἰς διδάσκαλον, καὶ ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ διδάσκειν, [[διδακτικός]], Πλάτ. Κρατ. 388Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 21· [[περί]] τινος Πλάτ. Γοργ. 455Α· ― ἡ διδασκαλικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ περὶ τὴν διδασκαλίαν [[ἱκανότης]], [[εὐχέρεια]], ὁ αὐτ. Σοφ. 231Β· τινός, [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. Γοργ. 453Ε· τὸ διδασκαλικόν, ὁ αὐτ. Νόμ. 813Β· ― [[τόπος]] δ., [[locus]] [[classicus]], Γραμμ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Κρατ. 388Β, Πολύβ. 6. 3, 5· ὑπερθ. διδασκαλικώτατα Κλήμ. Ἀλ. 380.
|lstext='''δῐδασκᾰλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς διδασκαλίαν ἢ εἰς διδάσκαλον, καὶ ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ διδάσκειν, [[διδακτικός]], Πλάτ. Κρατ. 388Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 21· [[περί]] τινος Πλάτ. Γοργ. 455Α· ― ἡ διδασκαλικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ περὶ τὴν διδασκαλίαν [[ἱκανότης]], [[εὐχέρεια]], ὁ αὐτ. Σοφ. 231Β· τινός, [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. Γοργ. 453Ε· τὸ διδασκαλικόν, ὁ αὐτ. Νόμ. 813Β· ― [[τόπος]] δ., [[locus]] [[classicus]], Γραμμ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πλάτ. Κρατ. 388Β, Πολύβ. 6. 3, 5· ὑπερθ. διδασκαλικώτατα Κλήμ. Ἀλ. 380.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l'enseignement ; λόγοι διδασκαλικοί XÉN les discours, <i>càd</i> les enseignements du maître;<br /><b>2</b> capable d'enseigner, apte à instruire ; τὸ διδασκαλικόν PLUT ce qui peut instruire.<br />'''Étymologie:''' [[διδάσκαλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml