δρᾶμα: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0664.png Seite 664]] τό, das Gethane, die That, Handlung; Aesch. Ag. 533; das Geschäft, Plat. Theaet. 150 a; vgl. Rep. V, 451 c. Bes. eine auf der Schaubühne dargestellte Handlung, Schauspiel; [[δρᾶμα]] ποιεῖν, dichten, Ar. Ran. 1021; σατυρικόν Plat. Conv. 222 d, u. A.; vorzugsweise von der Tragödie; übertr., wie unser Schauspiel; τὰ ἐλεεινὰ [[ταῦτα]] δράματα εἰσάγειν, von den Verklagten, die ihre Familie auftreten ließen, um das Mitleid der Richter zu erregen, Plat. Apol. 35 b; öfter bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0664.png Seite 664]] τό, das Gethane, die That, Handlung; Aesch. Ag. 533; das Geschäft, Plat. Theaet. 150 a; vgl. Rep. V, 451 c. Bes. eine auf der Schaubühne dargestellte Handlung, Schauspiel; [[δρᾶμα]] ποιεῖν, dichten, Ar. Ran. 1021; σατυρικόν Plat. Conv. 222 d, u. A.; vorzugsweise von der Tragödie; übertr., wie unser Schauspiel; τὰ ἐλεεινὰ [[ταῦτα]] δράματα εἰσάγειν, von den Verklagten, die ihre Familie auftreten ließen, um das Mitleid der Richter zu erregen, Plat. Apol. 35 b; öfter bei Sp.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> action ; <i>particul.</i> affaire, office, devoir <i>ou</i> obligation dont on s'acquitte;<br /><b>2</b> action se déroulant sur un théâtre, pièce de théâtre, drame ; <i>particul.</i> tragédie.<br />'''Étymologie:''' [[δράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δρᾶμα''': τό, ([[δράω]]) [[ἔργον]], [[πρᾶξις]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 533· [[ὑπούργημα]], [[ἐργασία]] ἢ καθῆκον, [[ὅπερ]] ἐκπληροῖ τις, Heind. Πλάτ. Θεαιτ. 169Β. ΙΙ. [[πρᾶξις]] παριστανομένη ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Ἀριστ. Ποιητ. 3, 4· μὴ ἐν τῷ δρ., οὐχὶ ἐν τῇ πράξει ἐπὶ τῆς σκηνῆς, [[αὐτόθι]] 24, 20, πρβλ. 14, 13. 2) [[δρᾶμα]], ἰδίως [[τραγῳδία]], Ἀριστοφ. Βατρ. 920, κτλ.· δρ. ποιεῖν [[αὐτόθι]] 1021· δρ. διδάσκειν, παριστάνειν δρ., ἴδε [[διδάσκω]] ΙΙ· Σατυρικὸν δρ., Πλάτ. Συμπ. 222D· μεταφ., παντὸς εἴδους [[ὑπόκρισις]] καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς [[ἀποτέλεσμα]], δραματικὴ [[ἐνέργεια]] (ἐκτὸς τῆς σκηνῆς), δραματικὴ [[ἐντύπωσις]], τὰ ἐλεεινὰ [[ταῦτα]] δράματα εἰσάγειν ὁ αὐτ. Ἀπολ. 35Β· τραγικὸν γεγονός, Πολύβ. 24. 8, 12, κλ.
|lstext='''δρᾶμα''': τό, ([[δράω]]) [[ἔργον]], [[πρᾶξις]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 533· [[ὑπούργημα]], [[ἐργασία]] ἢ καθῆκον, [[ὅπερ]] ἐκπληροῖ τις, Heind. Πλάτ. Θεαιτ. 169Β. ΙΙ. [[πρᾶξις]] παριστανομένη ἐπὶ τῆς σκηνῆς, Ἀριστ. Ποιητ. 3, 4· μὴ ἐν τῷ δρ., οὐχὶ ἐν τῇ πράξει ἐπὶ τῆς σκηνῆς, [[αὐτόθι]] 24, 20, πρβλ. 14, 13. 2) [[δρᾶμα]], ἰδίως [[τραγῳδία]], Ἀριστοφ. Βατρ. 920, κτλ.· δρ. ποιεῖν [[αὐτόθι]] 1021· δρ. διδάσκειν, παριστάνειν δρ., ἴδε [[διδάσκω]] ΙΙ· Σατυρικὸν δρ., Πλάτ. Συμπ. 222D· μεταφ., παντὸς εἴδους [[ὑπόκρισις]] καὶ τὸ ἐξ αὐτῆς [[ἀποτέλεσμα]], δραματικὴ [[ἐνέργεια]] (ἐκτὸς τῆς σκηνῆς), δραματικὴ [[ἐντύπωσις]], τὰ ἐλεεινὰ [[ταῦτα]] δράματα εἰσάγειν ὁ αὐτ. Ἀπολ. 35Β· τραγικὸν γεγονός, Πολύβ. 24. 8, 12, κλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> action ; <i>particul.</i> affaire, office, devoir <i>ou</i> obligation dont on s'acquitte;<br /><b>2</b> action se déroulant sur un théâtre, pièce de théâtre, drame ; <i>particul.</i> tragédie.<br />'''Étymologie:''' [[δράω]].
}}
}}
{{grml
{{grml