εὔηχος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1068.png Seite 1068]] dasselbe, χελιδόνες εὔηχα κελαδοῦσιν Luc. Philopat. 3; dem [[εὔφωνος]] entsprechend, von schöner, klangreicher Stimme, Ath. III, 80 d u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1068.png Seite 1068]] dasselbe, χελιδόνες εὔηχα κελαδοῦσιν Luc. Philopat. 3; dem [[εὔφωνος]] entsprechend, von schöner, klangreicher Stimme, Ath. III, 80 d u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[εὐηχής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔηχος''': -ον, = [[εὐηχής]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14, Ἀθήν. 80D· οὐδ. πληθ. εὔηχα, ὡς Ἐπίρρ., Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3.
|lstext='''εὔηχος''': -ον, = [[εὐηχής]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14, Ἀθήν. 80D· οὐδ. πληθ. εὔηχα, ὡς Ἐπίρρ., Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[εὐηχής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔηχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ηχεί καλά, [[μελωδικός]] («αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις», ΠΔ)<br /><b>2.</b> ο [[εύφωνος]], ο [[καλλίφωνος]] («εὐφώνους φησὶ [[γίγνεσθαι]] τοὺς μὴ σύκων ἐσθίοντας», <b>Αθήν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εύηχα</i> (ΑΜ εὐήχως και εὔηχα)<br /><b>1.</b> με εύηχο τρόπο, με ρυθμό αρμονικό<br /><b>2.</b> με δυνατή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιθέτως [[προς]] τα παλαιότερα [[σύνθετα]] σε -<i>ηχής</i> (<i>πολυ</i>-<i>ηχής</i>, <i>υψ</i>-<i>ηχής</i> <b>κ.λπ.</b>) που παράγονται από τον παλαιότερο τ. <i>ηχή</i>, τα νεώτερα [[σύνθετα]] σε -<i>ηχος</i> όπως το <i>εύ</i>-<i>ηχος</i> ([[πρβλ]]. και <i>άντ</i>-<i>ηχος</i>) παράγονται [[μάλλον]] από τον νεώτερο τ. [[ήχος]] (<i>ὁ</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔηχος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ηχεί καλά, [[μελωδικός]] («αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις», ΠΔ)<br /><b>2.</b> ο [[εύφωνος]], ο [[καλλίφωνος]] («εὐφώνους φησὶ [[γίγνεσθαι]] τοὺς μὴ σύκων ἐσθίοντας», <b>Αθήν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εύηχα</i> (ΑΜ εὐήχως και εὔηχα)<br /><b>1.</b> με εύηχο τρόπο, με ρυθμό αρμονικό<br /><b>2.</b> με δυνατή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιθέτως [[προς]] τα παλαιότερα [[σύνθετα]] σε -<i>ηχής</i> (<i>πολυ</i>-<i>ηχής</i>, <i>υψ</i>-<i>ηχής</i> <b>κ.λπ.</b>) που παράγονται από τον παλαιότερο τ. <i>ηχή</i>, τα νεώτερα [[σύνθετα]] σε -<i>ηχος</i> όπως το <i>εύ</i>-<i>ηχος</i> ([[πρβλ]]. και <i>άντ</i>-<i>ηχος</i>) παράγονται [[μάλλον]] από τον νεώτερο τ. [[ήχος]] (<i>ὁ</i>)].
}}
}}