κατάγνυμι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1343.png Seite 1343]] (s. [[ἄγνυμι]]), auch καταγνύω, Eubul. Ath. X, 450 a Xen. Oec. 6, 5 Arist. H. A. 9, 1, zerbrechen, zerschlagen, zerschmettern; τό ([[ἔγχος]]) νυ γὰρ κατεάξαμεν Il. 13, 257; νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Od. 9, 283; περὶ δ' ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ [[τεῦχος]] Soph. frg. 147; γυνὴ κατέαξ' ἐχῖνον Ar. Vesp. 1436; ἀμυγδάλην κατᾶξαι Phrynich. bei Ath. II, 52 c; στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος, zerbrochen, Ar. Plut. 545, wie δόρατα κατεηγότα Her. 7, 224; τὰς [[ναῦς]] καταγνύναι Thuc. 4, 11; [[ἐπειδάν]] τις κατάξῃ τὴν λύραν Plat. Phaed. 86 a; οἱ μὲν ὦτα κατάγνυνται, sie haben zerschlagene Ohren, Prot. 342 b; ἂν καταγῇ ἡ [[κερκίς]] Crat. 389 a; κατεάγην τὴν κεφαλήν, mir wurde der Kopf zerschlagen, Andoc. 1, 61; Lys. 3, 14; Eur. Cycl. 680; καταγείη Ar. Ach. 908; aber auch τῆς κεφαλῆς, Vesp. 1428, vgl. Plat. Gorg. 469 d, es ist mir Etwas am Kopfe zerschlagen, so daß man nicht [[ὀστοῦν]] zu ergänzen hat; nach Moeris der attische Ausdruck für den gewöhnlichen accus., wonach Luc. Tim. 48 [[κατέαγα]] τοῦ κρανίου sagt; κατέαγμαι steht ib. 10. – Uebh. entkräften, schwächen, κατᾶξαι πατρίδα, im Ggstz von αὔξειν, Eur. Suppl. 524; – κατεαγότες ἄνθρωποι, verweichlicht, entkräftet, geschwächt, fractus, D. Hal. C. V.; Ath. XII, 524 f; ἡ κατεαγυῖα [[μουσική]] S. Emp. adv. mus. 14. – In den Modis des aor. I. findet sich öfter die [[varia lectio|v.l.]] κατεάξαι u. ä. (κατεάξαντες steht Lys. 3, 42 bei Bekk., der aber ib. 40 καταγείς für die vulg. κατεαγείς nach codd. geschrieben), wie bei Sp. κατεάξεις, z. B. N. T. Matth. 12, 19. – Καυάξαις bei Hes. O. 668. 695 ist alte Form für κατάξαις, aus dem diesem Verbum eigenen Digamma hervorgegangen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1343.png Seite 1343]] (s. [[ἄγνυμι]]), auch καταγνύω, Eubul. Ath. X, 450 a Xen. Oec. 6, 5 Arist. H. A. 9, 1, zerbrechen, zerschlagen, zerschmettern; τό ([[ἔγχος]]) νυ γὰρ κατεάξαμεν Il. 13, 257; νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Od. 9, 283; περὶ δ' ἐμῷ κάρᾳ κατάγνυται τὸ [[τεῦχος]] Soph. frg. 147; γυνὴ κατέαξ' ἐχῖνον Ar. Vesp. 1436; ἀμυγδάλην κατᾶξαι Phrynich. bei Ath. II, 52 c; στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος, zerbrochen, Ar. Plut. 545, wie δόρατα κατεηγότα Her. 7, 224; τὰς [[ναῦς]] καταγνύναι Thuc. 4, 11; [[ἐπειδάν]] τις κατάξῃ τὴν λύραν Plat. Phaed. 86 a; οἱ μὲν ὦτα κατάγνυνται, sie haben zerschlagene Ohren, Prot. 342 b; ἂν καταγῇ ἡ [[κερκίς]] Crat. 389 a; κατεάγην τὴν κεφαλήν, mir wurde der Kopf zerschlagen, Andoc. 1, 61; Lys. 3, 14; Eur. Cycl. 680; καταγείη Ar. Ach. 908; aber auch τῆς κεφαλῆς, Vesp. 1428, vgl. Plat. Gorg. 469 d, es ist mir Etwas am Kopfe zerschlagen, so daß man nicht [[ὀστοῦν]] zu ergänzen hat; nach Moeris der attische Ausdruck für den gewöhnlichen accus., wonach Luc. Tim. 48 [[κατέαγα]] τοῦ κρανίου sagt; κατέαγμαι steht ib. 10. – Uebh. entkräften, schwächen, κατᾶξαι πατρίδα, im Ggstz von αὔξειν, Eur. Suppl. 524; – κατεαγότες ἄνθρωποι, verweichlicht, entkräftet, geschwächt, fractus, D. Hal. C. V.; Ath. XII, 524 f; ἡ κατεαγυῖα [[μουσική]] S. Emp. adv. mus. 14. – In den Modis des aor. I. findet sich öfter die [[varia lectio|v.l.]] κατεάξαι u. ä. (κατεάξαντες steht Lys. 3, 42 bei Bekk., der aber ib. 40 καταγείς für die vulg. κατεαγείς nach codd. geschrieben), wie bei Sp. κατεάξεις, z. B. N. T. Matth. 12, 19. – Καυάξαις bei Hes. O. 668. 695 ist alte Form für κατάξαις, aus dem diesem Verbum eigenen Digamma hervorgegangen.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[κατάξω]], <i>ao.</i> [[κατέαξα]], <i>pf. au sens Pass.</i> [[κατέαγα]];<br /><i>Pass. f.</i> καταχθήσομαι, <i>ao.</i> κατεάχθην &gt; <i>part.</i> καταχθείς, <i>ao.2</i> [[κατεάγην]], <i>pf.</i> κατέαγμαι;<br />casser, briser, rompre ; <i>au pf. avec sens Pass.</i> : [[κατέαγα]] τῆς κεφαλῆς AR, [[τοῦ]] κρανίου LUC, τὴν κεφαλήν DÉM j’ai la tête cassée ; <i>fig.</i> κ. [[τὰς]] ψυχάς XÉN briser, <i>càd</i> énerver les âmes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάγνῡμι''': ἀπαρέμφ. καταγνύναι ῠ, Θουκ. 4. 11,Πλάτ., κλ.· ἢ καταγνύω, κροκοδείλων... ᾠά καταγνύει (δηλ. ὁ [[ἰχνεύμων]]) Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 14, Ξεν. Οἰκ. 6, 5:- μέλλ. κατάξω Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 30:- ἀόρ. κατέαξα Ὅμ., Ἀττ., Ἰων. κατῆξα Ἱππ. 1149Ε, μετοχ. κατάξας (τὰ Ἀντίγρ. κατεάξας) Λυσ. 100. 6· ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 664, 691 ἡ ἀρχαία Ἐπικ. εὐκτ. [[καυάξαις]] κεῖται ἀντὶ τοῦ κατϝάξαις ἢ καϝϝάξαις, πρβλ. [[εὔαδον]] ἐν λ. [[ἁνδάνω]]: - Παθ., κατάγνῠμαι Ἱππ. 778Ε, 830C, Ἀριστοφ. Εἰρ. 703:- ἀόρ. β' κατεάγην ᾱ, ὑποτακτ. κατᾱγῶ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 502, εὐκτ. κατᾱγείην ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 944, καὶ ὁ Elmsl. διορθοῖ: κατᾱγῇ φερόμενος: ἀόρ. α' κατεάχθην Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΑ', 25), καταχθείς Δίων Χρυσ. 11, 339: - πρκμ. κατέᾱγα, Ἰων. κατέηγα (ἐπὶ παθητ. σημασ.), μετοχ. συνῃρ. κατηγὼς Φοίνιξ παρ. Ἀθην. 495D: παθ. πρκμ. κατέαγμαι Λουκ. Τίμ. 10.- Οἱ τύποι κατέαξα, κατεάγην ἔδωκαν ἀφορμὴν εἰς τοὺς Ἀντιγραφεῖς νὰ φυλάξωσι τὸ ε καὶ εἰς τοὺς ἀναυξήτους τύπους, οἶον κατεάξω Πλάτ. Φαίδων 86Α, κατεάξαντες Λυσίας 100. 6, κατεαγείς [[αὐτόθι]] 99. 43· ἀντὶ τῶν ὀρθῶν τύπων κατάξω, κατάξας, καταγείς, [[ἅπερ]] ἤδη ἁπανταχοῦ διωρθώθησαν, πλὴν παρὰ μεταγενεστέροις, [[οἷον]] μέλλ. κατεάξει Εύαγγ. κ. Ματθ. ιβ', 20, κατεαγῶσιν Εὐαγγ. κ. Ἰωάν. ιθ'. 31· ἴδε Κόβητον V. LL. 43·- παρ’ Ἱππ. 817C εὕρηται ὑποτακτ. κατεαγῇ, ἐνῷ ὀλίγον ἀνωτέρω ὑπάρχει καταγῇ. Καταθραύω εἰς τεμάχια, κατασυντρίβω, «κατακομματιάζω», κατὰ θ’ ἅρματα ἄξω Ἰλ. Θ. 403,πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 691· τό (δηλ. [[ἔγχος]]) γὰρ κατεάξαμεν Ἰλ. Ν. 257· νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Ὀδ. Ι. 283, πρβλ. Ἠσ. Ἔργ. κ.Ἡμ. 664· εἴ τινες μαχεσάμενοι ἔτυχον [[ἀλλήλων]] κατάξαντες τὰς κεφαλὰς Λυσ. 100. 6· κατάξειέ τις [[αὐτοῦ]] μεθύων τὴν κεφαλὴν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1166 (οὕτω τό Ραβ. Ἀντίγραφον· διάφ. γραφ. τῆς κεφαλῆς, καὶ ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 30 ἔχει: οὐ γάρ κατάξει τῆς κεφαλῆς τὰ ῥήματα, ἴδε κατωτ. ΙΙ)· [[γυνή]] ποτε κατέαξ’ ἐχῖνον Ἀριστοφ. Σφ. 1436· οὐκ ἂν δυναίμην Ναξίαν ἀμυγδάλην κατᾶξαι Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· τὰς ἀμυγδάλας (-λὰς κατ’ Ἀρίσταρχ.,- λᾶς δὲ κατὰ Φιλόξεν., Ἀθήν. 53Α) κάταξον τῇ κεφαλῇ [[σαυτοῦ]] λίθῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 488. 2) [[θραύω]], [[συντρίβω]], ἐξασθενῶ, [[ἐκνευρίζω]], πατρίδα θ’, ἣν αὔξειν χρεὼν καὶ μὴ κατᾶξαι Εὐρ. Ἱκέτ. 508· μὴ κ. [[μηδὲ]] κερματίζειν τὴν ἀρετὴν Πλάτ. Μένων 79Α· τὰς ψυχὰς καταγνύουσι Ξεν. Οἰκ. 6. 5· ἀπολύτ. κατὰ μετοχ. πρκμ. κατεαγώς, ὡς τὸ Λατ. fractus, effeminate, καταβεβλημένος, ἐκτεθυλημμένος, ὡς ὑπὸ γυναικῶν ἢ κατεαγότων ἀνθρώπων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 18, Πλούτ. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ. τύπῳ μετὰ πρκμ. ἐνεργ., θραύομαι, συντρίβομαι, δόρατα κατεηγότα Ἡρόδ. 7. 224· ὀστέα Ἱππ. π. Ἀγμ. 758· κληΐς ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790· περὶ δ’ ἐμῷ κάρᾳ κατάγνῠται τὸ [[τεῦχος]] Σοφ. Ἀποσπ. 147· κατέαγεν ἡ [[χύτρα]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 403· ἰδίως κατεαγέναι ἢ καταγῆναι τὴν κεφαλὴν Ἀριστοφ. Πλ. 545, Ἀνδοκ. 9. 6, Λυσ. 97. 35., 99. 43, κτλ.· τὸ [[κρανίον]] Εὐρ. Κύκλ. 684· τὸ [[σκάφιον]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 502· οὕτω, κατεαγέναι ἢ κατάγνυσθαι τὰ ὦτα, ἐπὶ πυγμάχων (πρβλ. [[ὠτοκάταξις]]), Πλάτ. Γοργ. 515Ε, Πρωτ. 342Β· τὴν κλεῖν κατεαγὼς Δημ. 247. 11·― ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., τῆς κεφαλῆς κατέαγε περὶ λίθον πεσὼν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1180· κατεάγη τῆς κεφαλῆς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1428· τῆς κεφαλῆς κατεαγέναι [[δεῖν]] Πλάτ. Γοργ. 469D· [[κατέαγα]] τοῦ κρανίου Λουκ. Τίμ. 48: ― ἐν τῇ συντάξει ὁ Ἡρῳδιαν. θεωρεῖ τὴν γενικὴν ὡς διαιρετικὴν (οὐ πᾶσαν τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ [[μέρος]] τι αὐτῆς) σ. 448 Piers: πρβλ. [[συντρίβω]] ΙΙ 2.
|lstext='''κατάγνῡμι''': ἀπαρέμφ. καταγνύναι ῠ, Θουκ. 4. 11,Πλάτ., κλ.· ἢ καταγνύω, κροκοδείλων... ᾠά καταγνύει (δηλ. ὁ [[ἰχνεύμων]]) Εὔβουλος ἐν «Σφιγγοκαρίωνι» 1. 14, Ξεν. Οἰκ. 6, 5:- μέλλ. κατάξω Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 30:- ἀόρ. κατέαξα Ὅμ., Ἀττ., Ἰων. κατῆξα Ἱππ. 1149Ε, μετοχ. κατάξας (τὰ Ἀντίγρ. κατεάξας) Λυσ. 100. 6· ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 664, 691 ἡ ἀρχαία Ἐπικ. εὐκτ. [[καυάξαις]] κεῖται ἀντὶ τοῦ κατϝάξαις ἢ καϝϝάξαις, πρβλ. [[εὔαδον]] ἐν λ. [[ἁνδάνω]]: - Παθ., κατάγνῠμαι Ἱππ. 778Ε, 830C, Ἀριστοφ. Εἰρ. 703:- ἀόρ. β' κατεάγην ᾱ, ὑποτακτ. κατᾱγῶ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 502, εὐκτ. κατᾱγείην ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 944, καὶ ὁ Elmsl. διορθοῖ: κατᾱγῇ φερόμενος: ἀόρ. α' κατεάχθην Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΑ', 25), καταχθείς Δίων Χρυσ. 11, 339: - πρκμ. κατέᾱγα, Ἰων. κατέηγα (ἐπὶ παθητ. σημασ.), μετοχ. συνῃρ. κατηγὼς Φοίνιξ παρ. Ἀθην. 495D: παθ. πρκμ. κατέαγμαι Λουκ. Τίμ. 10.- Οἱ τύποι κατέαξα, κατεάγην ἔδωκαν ἀφορμὴν εἰς τοὺς Ἀντιγραφεῖς νὰ φυλάξωσι τὸ ε καὶ εἰς τοὺς ἀναυξήτους τύπους, οἶον κατεάξω Πλάτ. Φαίδων 86Α, κατεάξαντες Λυσίας 100. 6, κατεαγείς [[αὐτόθι]] 99. 43· ἀντὶ τῶν ὀρθῶν τύπων κατάξω, κατάξας, καταγείς, [[ἅπερ]] ἤδη ἁπανταχοῦ διωρθώθησαν, πλὴν παρὰ μεταγενεστέροις, [[οἷον]] μέλλ. κατεάξει Εύαγγ. κ. Ματθ. ιβ', 20, κατεαγῶσιν Εὐαγγ. κ. Ἰωάν. ιθ'. 31· ἴδε Κόβητον V. LL. 43·- παρ’ Ἱππ. 817C εὕρηται ὑποτακτ. κατεαγῇ, ἐνῷ ὀλίγον ἀνωτέρω ὑπάρχει καταγῇ. Καταθραύω εἰς τεμάχια, κατασυντρίβω, «κατακομματιάζω», κατὰ θ’ ἅρματα ἄξω Ἰλ. Θ. 403,πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 691· τό (δηλ. [[ἔγχος]]) γὰρ κατεάξαμεν Ἰλ. Ν. 257· νέα μέν μοι κατέαξε Ποσειδάων Ὀδ. Ι. 283, πρβλ. Ἠσ. Ἔργ. κ.Ἡμ. 664· εἴ τινες μαχεσάμενοι ἔτυχον [[ἀλλήλων]] κατάξαντες τὰς κεφαλὰς Λυσ. 100. 6· κατάξειέ τις [[αὐτοῦ]] μεθύων τὴν κεφαλὴν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1166 (οὕτω τό Ραβ. Ἀντίγραφον· διάφ. γραφ. τῆς κεφαλῆς, καὶ ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 30 ἔχει: οὐ γάρ κατάξει τῆς κεφαλῆς τὰ ῥήματα, ἴδε κατωτ. ΙΙ)· [[γυνή]] ποτε κατέαξ’ ἐχῖνον Ἀριστοφ. Σφ. 1436· οὐκ ἂν δυναίμην Ναξίαν ἀμυγδάλην κατᾶξαι Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· τὰς ἀμυγδάλας (-λὰς κατ’ Ἀρίσταρχ.,- λᾶς δὲ κατὰ Φιλόξεν., Ἀθήν. 53Α) κάταξον τῇ κεφαλῇ [[σαυτοῦ]] λίθῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 488. 2) [[θραύω]], [[συντρίβω]], ἐξασθενῶ, [[ἐκνευρίζω]], πατρίδα θ’, ἣν αὔξειν χρεὼν καὶ μὴ κατᾶξαι Εὐρ. Ἱκέτ. 508· μὴ κ. [[μηδὲ]] κερματίζειν τὴν ἀρετὴν Πλάτ. Μένων 79Α· τὰς ψυχὰς καταγνύουσι Ξεν. Οἰκ. 6. 5· ἀπολύτ. κατὰ μετοχ. πρκμ. κατεαγώς, ὡς τὸ Λατ. fractus, effeminate, καταβεβλημένος, ἐκτεθυλημμένος, ὡς ὑπὸ γυναικῶν ἢ κατεαγότων ἀνθρώπων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 18, Πλούτ. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ. τύπῳ μετὰ πρκμ. ἐνεργ., θραύομαι, συντρίβομαι, δόρατα κατεηγότα Ἡρόδ. 7. 224· ὀστέα Ἱππ. π. Ἀγμ. 758· κληΐς ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790· περὶ δ’ ἐμῷ κάρᾳ κατάγνῠται τὸ [[τεῦχος]] Σοφ. Ἀποσπ. 147· κατέαγεν ἡ [[χύτρα]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 403· ἰδίως κατεαγέναι ἢ καταγῆναι τὴν κεφαλὴν Ἀριστοφ. Πλ. 545, Ἀνδοκ. 9. 6, Λυσ. 97. 35., 99. 43, κτλ.· τὸ [[κρανίον]] Εὐρ. Κύκλ. 684· τὸ [[σκάφιον]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 502· οὕτω, κατεαγέναι ἢ κατάγνυσθαι τὰ ὦτα, ἐπὶ πυγμάχων (πρβλ. [[ὠτοκάταξις]]), Πλάτ. Γοργ. 515Ε, Πρωτ. 342Β· τὴν κλεῖν κατεαγὼς Δημ. 247. 11·― ἀλλ᾿ [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., τῆς κεφαλῆς κατέαγε περὶ λίθον πεσὼν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1180· κατεάγη τῆς κεφαλῆς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1428· τῆς κεφαλῆς κατεαγέναι [[δεῖν]] Πλάτ. Γοργ. 469D· [[κατέαγα]] τοῦ κρανίου Λουκ. Τίμ. 48: ― ἐν τῇ συντάξει ὁ Ἡρῳδιαν. θεωρεῖ τὴν γενικὴν ὡς διαιρετικὴν (οὐ πᾶσαν τὴν κεφαλὴν ἀλλὰ [[μέρος]] τι αὐτῆς) σ. 448 Piers: πρβλ. [[συντρίβω]] ΙΙ 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[κατάξω]], <i>ao.</i> [[κατέαξα]], <i>pf. au sens Pass.</i> [[κατέαγα]];<br /><i>Pass. f.</i> καταχθήσομαι, <i>ao.</i> κατεάχθην &gt; <i>part.</i> καταχθείς, <i>ao.2</i> [[κατεάγην]], <i>pf.</i> κατέαγμαι;<br />casser, briser, rompre ; <i>au pf. avec sens Pass.</i> : [[κατέαγα]] τῆς κεφαλῆς AR, [[τοῦ]] κρανίου LUC, τὴν κεφαλήν DÉM j’ai la tête cassée ; <i>fig.</i> κ. [[τὰς]] ψυχάς XÉN briser, <i>càd</i> énerver les âmes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄγνυμι]].
}}
}}
{{eles
{{eles