καταπισσόω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] att. -πιττόω, verpichen, mit Pech bestreichen; ζῶσαν καταπιττώσαντες Ar. Eccl. 1109; bei Plat. Gorg. 473 c = mit Pech bestreichen und verbrennen; vgl. Ath. XII, 524 a. – Übertr., κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην Ar. Eccl. 829, anschwärzen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1370.png Seite 1370]] att. -πιττόω, verpichen, mit Pech bestreichen; ζῶσαν καταπιττώσαντες Ar. Eccl. 1109; bei Plat. Gorg. 473 c = mit Pech bestreichen und verbrennen; vgl. Ath. XII, 524 a. – Übertr., κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην Ar. Eccl. 829, anschwärzen.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />enduire de poix, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πισσόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπισσόω''': Ἀττ. -ττόω, [[καλύπτω]], διὰ πίσσης, πισσώνω, ὡς ἔπραττον εἰς τὸν περιέχοντα τὸν [[οἶνον]] πήλινα ἀγγεῖα, κτλ. [[ὅπως]] ἀποκλείωσι τὸν ἀέρα, Κρατῖν. ἐν «Πυτ.» 17· ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), Ἀριστοφ. Ἐκκλ.- μεταφ., [[χρωματίζω]] μὲ [[μέλαν]] [[χρῶμα]], μαυρίζω, ἀντίθετον τῷ [[καταχρυσόω]], (ἐν στίχ. 826)· κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην [[αὐτόθι]] 829. ΙΙ. [[ἀλείφω]] μὲ πίσσαν καὶ [[καίω]], πρὸς τιμωρίαν, Ἡρακλ. παρ’ Ἀθην. 524Α.- Παθ., Πλάτ. Γοργ. 473C· [[ἴσως]] ὡς τὸ Λατ. tunica molesta, πρβλ. Routh. ἐν τόπῳ (ὃν ἀναφέρει: Stallbaum), [[ἔνθα]] συνάπτεται μετὰ τοῦ στρεβλοῦσθαι, ἐκτέμνεσθαι, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκάεσθαι, [[πολλαχῶς]] λωβᾶσθαι καὶ ἀνασταυροῦσθαι· ἔτι [[ἀλείφω]] μὲ πίσσαν τὸ δέρμα, ἵνα ἀποτιλθῶσιν αἱ τρίχες καὶ τὸ [[σῶμα]] κορασιῶδες φαίνηται, [[οἷον]] ἦτο τὸ [[ἔργον]] τῶν παρατιλτριῶν (πρβλ. πιττοκόπος)· καταπιττοῦσι [[σφᾶς]] καὶ τὰς τρίχας τοῖς ἀνασπῶσι πάντα τρόπον παρέχουσιν Κλήμ. Ἀλεξ. Παιδ. 3, 261.
|lstext='''καταπισσόω''': Ἀττ. -ττόω, [[καλύπτω]], διὰ πίσσης, πισσώνω, ὡς ἔπραττον εἰς τὸν περιέχοντα τὸν [[οἶνον]] πήλινα ἀγγεῖα, κτλ. [[ὅπως]] ἀποκλείωσι τὸν ἀέρα, Κρατῖν. ἐν «Πυτ.» 17· ([[ἔνθα]] ἴδε Meineke), Ἀριστοφ. Ἐκκλ.- μεταφ., [[χρωματίζω]] μὲ [[μέλαν]] [[χρῶμα]], μαυρίζω, ἀντίθετον τῷ [[καταχρυσόω]], (ἐν στίχ. 826)· κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην [[αὐτόθι]] 829. ΙΙ. [[ἀλείφω]] μὲ πίσσαν καὶ [[καίω]], πρὸς τιμωρίαν, Ἡρακλ. παρ’ Ἀθην. 524Α.- Παθ., Πλάτ. Γοργ. 473C· [[ἴσως]] ὡς τὸ Λατ. tunica molesta, πρβλ. Routh. ἐν τόπῳ (ὃν ἀναφέρει: Stallbaum), [[ἔνθα]] συνάπτεται μετὰ τοῦ στρεβλοῦσθαι, ἐκτέμνεσθαι, τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐκκάεσθαι, [[πολλαχῶς]] λωβᾶσθαι καὶ ἀνασταυροῦσθαι· ἔτι [[ἀλείφω]] μὲ πίσσαν τὸ δέρμα, ἵνα ἀποτιλθῶσιν αἱ τρίχες καὶ τὸ [[σῶμα]] κορασιῶδες φαίνηται, [[οἷον]] ἦτο τὸ [[ἔργον]] τῶν παρατιλτριῶν (πρβλ. πιττοκόπος)· καταπιττοῦσι [[σφᾶς]] καὶ τὰς τρίχας τοῖς ἀνασπῶσι πάντα τρόπον παρέχουσιν Κλήμ. Ἀλεξ. Παιδ. 3, 261.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />enduire de poix, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πισσόω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm