3,277,048
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0280.png Seite 280]] τό (nach E. M. von [[ξύω]], ξέω), [[Schwert]], Degen; bei Hom. an einem Gehenk, [[τελαμών]], über der Schulter getragen; ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετο [[ξίφος]] ἀργυρόηλον, Il. 2, 45; περὶ δὲ [[ξίφος]] ὀξὺ θέτ' ὤμῳ, Od. 2, 3; es hängt an der Seite, [[ξίφος]] ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ, 9, 300, ist mit einer Scheide versehen, ἕλκετο δ' ἐκ κολεοῖο μέγα [[ξίφος]], Il. 1, 164, ἐκ κολεοῖο ἐρυσσάμενος [[ξίφος]] ὀξύ, Il. 12, 190; vgl. 7, 303; [[ξίφος]] κουλεῷ ἐγκατέπηξα, Od. 11, 97; ἄμφηκες, Il. 21, 118 u. öfter; ἀργυρόηλον, χάλκεον, Od. 10, 261; Pind. nennt es λευρόν, N. 7, 27, χαλκότορον, P. 4, 147; ἐν κουλεᾠ κατασχοῖσα [[ξίφος]], N. 10, 6; δίθηκτον, Aesch. Prom. 865; νεοσπαδὲς [[ξίφος]] ἔχων, Eum. 42, öfter; ἀμφίθηκτον, Soph. Ant. 1298; χεροῖν κολεῶν ἐρυστὰ διεπεραιώθη ξίφη, Ai. 730, öfter, wie Eur.; in Prosa, Her. 3, 64; Xen. Conv. 2, 11, kleine Dolche, von Taschenspielern und Jägern gebraucht, u. so auch Sp., wie Plut. Caes. 66. – Im engern Sinne der gerade Degen, zum Unterschiede von dem krummen Säbel, [[μάχαιρα]]. – Auch der degenförmige Knochen im Rücken des Blackfisches, Arist. part. an. 2, 8 H. A. 4, 1; Ath. VII, 314. – Bei Theophr. eine Pflanze. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0280.png Seite 280]] τό (nach E. M. von [[ξύω]], ξέω), [[Schwert]], Degen; bei Hom. an einem Gehenk, [[τελαμών]], über der Schulter getragen; ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετο [[ξίφος]] ἀργυρόηλον, Il. 2, 45; περὶ δὲ [[ξίφος]] ὀξὺ θέτ' ὤμῳ, Od. 2, 3; es hängt an der Seite, [[ξίφος]] ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ, 9, 300, ist mit einer Scheide versehen, ἕλκετο δ' ἐκ κολεοῖο μέγα [[ξίφος]], Il. 1, 164, ἐκ κολεοῖο ἐρυσσάμενος [[ξίφος]] ὀξύ, Il. 12, 190; vgl. 7, 303; [[ξίφος]] κουλεῷ ἐγκατέπηξα, Od. 11, 97; ἄμφηκες, Il. 21, 118 u. öfter; ἀργυρόηλον, χάλκεον, Od. 10, 261; Pind. nennt es λευρόν, N. 7, 27, χαλκότορον, P. 4, 147; ἐν κουλεᾠ κατασχοῖσα [[ξίφος]], N. 10, 6; δίθηκτον, Aesch. Prom. 865; νεοσπαδὲς [[ξίφος]] ἔχων, Eum. 42, öfter; ἀμφίθηκτον, Soph. Ant. 1298; χεροῖν κολεῶν ἐρυστὰ διεπεραιώθη ξίφη, Ai. 730, öfter, wie Eur.; in Prosa, Her. 3, 64; Xen. Conv. 2, 11, kleine Dolche, von Taschenspielern und Jägern gebraucht, u. so auch Sp., wie Plut. Caes. 66. – Im engern Sinne der gerade Degen, zum Unterschiede von dem krummen Säbel, [[μάχαιρα]]. – Auch der degenförmige Knochen im Rücken des Blackfisches, Arist. part. an. 2, 8 H. A. 4, 1; Ath. VII, 314. – Bei Theophr. eine Pflanze. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> épée <i>ou</i> poignard;<br /><b>2</b> <i>glosé</i> « braquemart » <i>par Hsch</i>.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαφ piquer, creuser ; cf. [[σκάπτω]], [[σκάφη]], etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξίφος''': [ῐ], Αἰολ. [[σκίφος]] (πρβλ. ξιφίας), εος, τό· - ὡς καὶ νῦν, Ὅμηρ., [[ὅστις]] παριστάνει αὐτὸ ὡς μέγα καὶ κοπτερὸν ἢ ὀξύ, μέγα, ὀξὺ Ἰλ. Α. 194., Δ. 530, κτλ.· ὡς δίστομον, ἄμφηκες Φ. 118, Ὀδ. ΙΙ. 80· κατεσκευάζετο δὲ ἐκ χαλκοῦ καὶ ἐκρέματο ἐκ τοῦ ὤμου διὰ τοῦ τελαμῶνος, Ἰλ. Β. 45., Γ. 18, κτλ.· ὁ Ὅμηρ. δὲν κάμνει διάκρισιν μεταξὺ τοῦ ξίφους καὶ τῶν λέξεων ἄορ καὶ [[φάσγανον]], Ὀδ. Λ. 24, 48, 82, πρβλ. Κ. 294, 331· - ἀλλὰ διακρίνει αὐτὸ ἀπὸ τῆς μαχαίρας, (ἴδε ἐν λ.). ΙΙ. τὸ ἐν τῇ τευθίδι ξιφοειδὲς [[ὀστοῦν]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 21, π. Ζ. Μορ. 2.8, 8. 2) = ξιφίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 306. ΙΙΙ. [[φυτόν]] τι (πρβλ. [[ξιφίον]]), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 1. (Πιθ. ὁ Αἰολ. [[τύπος]] [[σκίφος]] ἦν ὁ ἀρχαιότατος, πρβλ. Ἀρχ. Σκανδιν. skaf-a ([[ξυρίζω]], ξέω, ῥυκανίζω), Ἀρχ. Γρμ. scab-a ([[ῥυκάνη]]), καὶ ἴδε Ξ, ξ. ΙΙ. 1, ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ξίφαι ὡς σημαῖνον τὴν σιδηρᾶν λεπίδα τῆς ῥυκάνης). | |lstext='''ξίφος''': [ῐ], Αἰολ. [[σκίφος]] (πρβλ. ξιφίας), εος, τό· - ὡς καὶ νῦν, Ὅμηρ., [[ὅστις]] παριστάνει αὐτὸ ὡς μέγα καὶ κοπτερὸν ἢ ὀξύ, μέγα, ὀξὺ Ἰλ. Α. 194., Δ. 530, κτλ.· ὡς δίστομον, ἄμφηκες Φ. 118, Ὀδ. ΙΙ. 80· κατεσκευάζετο δὲ ἐκ χαλκοῦ καὶ ἐκρέματο ἐκ τοῦ ὤμου διὰ τοῦ τελαμῶνος, Ἰλ. Β. 45., Γ. 18, κτλ.· ὁ Ὅμηρ. δὲν κάμνει διάκρισιν μεταξὺ τοῦ ξίφους καὶ τῶν λέξεων ἄορ καὶ [[φάσγανον]], Ὀδ. Λ. 24, 48, 82, πρβλ. Κ. 294, 331· - ἀλλὰ διακρίνει αὐτὸ ἀπὸ τῆς μαχαίρας, (ἴδε ἐν λ.). ΙΙ. τὸ ἐν τῇ τευθίδι ξιφοειδὲς [[ὀστοῦν]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 21, π. Ζ. Μορ. 2.8, 8. 2) = ξιφίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 306. ΙΙΙ. [[φυτόν]] τι (πρβλ. [[ξιφίον]]), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 1. (Πιθ. ὁ Αἰολ. [[τύπος]] [[σκίφος]] ἦν ὁ ἀρχαιότατος, πρβλ. Ἀρχ. Σκανδιν. skaf-a ([[ξυρίζω]], ξέω, ῥυκανίζω), Ἀρχ. Γρμ. scab-a ([[ῥυκάνη]]), καὶ ἴδε Ξ, ξ. ΙΙ. 1, ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ξίφαι ὡς σημαῖνον τὴν σιδηρᾶν λεπίδα τῆς ῥυκάνης). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |