μετανοέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0151.png Seite 151]] seinen Sinn ändern, eigtl. umdenken; μετανοήσας [[εἶπον]], Plat. Euthyd. 279 c; ήναγκαζόμεθα μετανοεῖν, Xen. Cyr. 1, 1, 3; Sp., [[δέδια]], μὴ [[ὕστερον]] μετανοήσητε, Luc. D. Mort. 10, 1; c. partic., am. 36; bereuen, bes. im N. T., wo es auch mit ἀπό, ἔκ τινος verbunden wird; – nachher überdenken, im Ggstz von προνοεῖν, Epicharm. bei Stob. fl. 1, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0151.png Seite 151]] seinen Sinn ändern, eigtl. umdenken; μετανοήσας [[εἶπον]], Plat. Euthyd. 279 c; ήναγκαζόμεθα μετανοεῖν, Xen. Cyr. 1, 1, 3; Sp., [[δέδια]], μὴ [[ὕστερον]] μετανοήσητε, Luc. D. Mort. 10, 1; c. partic., am. 36; bereuen, bes. im N. T., wo es auch mit ἀπό, ἔκ τινος verbunden wird; – nachher überdenken, im Ggstz von προνοεῖν, Epicharm. bei Stob. fl. 1, 14.
}}
{{bailly
|btext=-οῶ;<br />changer d'avis ; regretter, se repentir : τινι, [[ἐπί]] τινι, [[περί]] τινος, de qch.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[νοέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετανοέω''': νοῶ κατόπιν ἢ πολὺ ἀργά, ἀντίθ. τῷ [[προνοέω]], Ἐπίχ. 131 Ahr. 2) [[μεταβάλλω]] γνώμην ἢ σκοπόν, Πλάτ. Εὐθύδ. 279C· ἠναγκαζόμεθα μετανοεῖν μὴ οὐ... τῶν χαλεπῶν ἔργων ᾖ τό... ἄρχειν, ἠναγκαζόμεθα νὰ μεταβάλλωμεν γνώμην καὶ νὰ νομίζωμεν ὅτι δέν..., Ξεν. Κύρ. 1. 1, 3. 3) [[μεταμέλομαι]], μετανοῶ, Ἀντιφῶν 120. 28· ἐν τοῖς ἀνηκέστοις ὁ αὐτ. 140. 17· τινι, ἐπί τινι, Πλουτ. Ἆγις 19· ἐπί τινι Λουκ. περὶ Ὀρχ. 84, κτλ.· [[περί]] τινος Πλουτ. Γάλβ. 6· μετὰ μετοχ., μετενόει γενόμενος [[Ἕλλην]] Λουκ. Ἔρωτες 36.
|lstext='''μετανοέω''': νοῶ κατόπιν ἢ πολὺ ἀργά, ἀντίθ. τῷ [[προνοέω]], Ἐπίχ. 131 Ahr. 2) [[μεταβάλλω]] γνώμην ἢ σκοπόν, Πλάτ. Εὐθύδ. 279C· ἠναγκαζόμεθα μετανοεῖν μὴ οὐ... τῶν χαλεπῶν ἔργων ᾖ τό... ἄρχειν, ἠναγκαζόμεθα νὰ μεταβάλλωμεν γνώμην καὶ νὰ νομίζωμεν ὅτι δέν..., Ξεν. Κύρ. 1. 1, 3. 3) [[μεταμέλομαι]], μετανοῶ, Ἀντιφῶν 120. 28· ἐν τοῖς ἀνηκέστοις ὁ αὐτ. 140. 17· τινι, ἐπί τινι, Πλουτ. Ἆγις 19· ἐπί τινι Λουκ. περὶ Ὀρχ. 84, κτλ.· [[περί]] τινος Πλουτ. Γάλβ. 6· μετὰ μετοχ., μετενόει γενόμενος [[Ἕλλην]] Λουκ. Ἔρωτες 36.
}}
{{bailly
|btext=-οῶ;<br />changer d'avis ; regretter, se repentir : τινι, [[ἐπί]] τινι, [[περί]] τινος, de qch.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[νοέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR