μητρυιά: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] ἡ, ion. u. ep. μητρυιή, die [[Stiefmutter]], Hom. Il. 5, 70 u. öfter, u. Folgde; Pind. P. 4, 162 in dor. Form ματρυιά; Aesch. Prom. 729; Eur. oft; Her. 4, 154; Plat. Legg. II, 672 e u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] ἡ, ion. u. ep. μητρυιή, die [[Stiefmutter]], Hom. Il. 5, 70 u. öfter, u. Folgde; Pind. P. 4, 162 in dor. Form ματρυιά; Aesch. Prom. 729; Eur. oft; Her. 4, 154; Plat. Legg. II, 672 e u. A.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><i>ion.</i> –ή, ῆς (ἡ) :<br />belle-mère, marâtre.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μητρυιά''': Δωρ. -ματρ-, ᾶς, Ἰων. μητρυιή, ῆς, ἡ· - ὡς καὶ νῦν, Ἰλ., κτλ.· ἡ [[κακία]] καὶ [[σκληρότης]] τῶν μητρυιῶν ἦτο [[παροιμιώδης]] (πρβλ. τὸ Λατ. injusta noverca), ἐδικαίευ [[εἶναι]] καὶ τῷ ἔργῳ μ., δηλ. οὐ μόνον λόγῳ ἀλλὰ καὶ πράγματι, Ἡρόδ. 4. 154· [[ὡσαύτως]], [[ἄλλοτε]] μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, [[ἄλλοτε]] [[μήτηρ]], ἐπὶ ἀτυχῶν καὶ τυχηρῶν ἡμερῶν, «[[ἐπειδὴ]] ἡ [[μήτηρ]] [[ἤπιος]], ἡ δὲ μητρυιὰ κακή, εἶπεν, αἱ μὲν τῶν ἡμερῶν εἰσι μητέρες, ὡς ἂν ἀγαθαί, αἱ δὲ μητρυιαί, ὡς ἂν κακαὶ» (Σχόλ. Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 823· φεύγετε μητρυιῆς καὶ τάφον οἱ πρόγονοι Ἀνθ. Π. 9. 67· μητρυιαὶ προγόνοισιν ἀεὶ κακὸν [[αὐτόθι]] 68· - μεταφορ., μ. νεῶν, ἐπὶ κινδυνώδους ἀκτῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 727· οὕτω περὶ τῶν κατοίκων τῆς Ἀττικῆς ὡς γεννηθέντων ἐξ αὐτῆς τῆς Ἀττ. γῆς λέγεται: τρεφόμενοι οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ἀλλ’ ὑπὸ μητρὸς τῆς χώρας Πλάτ. Μενέξ. 237Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 201Β, Velleius Paterculus (Λατ. Ἱστορικ.) 2. 4, 4.
|lstext='''μητρυιά''': Δωρ. -ματρ-, ᾶς, Ἰων. μητρυιή, ῆς, ἡ· - ὡς καὶ νῦν, Ἰλ., κτλ.· ἡ [[κακία]] καὶ [[σκληρότης]] τῶν μητρυιῶν ἦτο [[παροιμιώδης]] (πρβλ. τὸ Λατ. injusta noverca), ἐδικαίευ [[εἶναι]] καὶ τῷ ἔργῳ μ., δηλ. οὐ μόνον λόγῳ ἀλλὰ καὶ πράγματι, Ἡρόδ. 4. 154· [[ὡσαύτως]], [[ἄλλοτε]] μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, [[ἄλλοτε]] [[μήτηρ]], ἐπὶ ἀτυχῶν καὶ τυχηρῶν ἡμερῶν, «[[ἐπειδὴ]] ἡ [[μήτηρ]] [[ἤπιος]], ἡ δὲ μητρυιὰ κακή, εἶπεν, αἱ μὲν τῶν ἡμερῶν εἰσι μητέρες, ὡς ἂν ἀγαθαί, αἱ δὲ μητρυιαί, ὡς ἂν κακαὶ» (Σχόλ. Πρόκλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 823· φεύγετε μητρυιῆς καὶ τάφον οἱ πρόγονοι Ἀνθ. Π. 9. 67· μητρυιαὶ προγόνοισιν ἀεὶ κακὸν [[αὐτόθι]] 68· - μεταφορ., μ. νεῶν, ἐπὶ κινδυνώδους ἀκτῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 727· οὕτω περὶ τῶν κατοίκων τῆς Ἀττικῆς ὡς γεννηθέντων ἐξ αὐτῆς τῆς Ἀττ. γῆς λέγεται: τρεφόμενοι οὐχ ὑπὸ μητρυιᾶς ἀλλ’ ὑπὸ μητρὸς τῆς χώρας Πλάτ. Μενέξ. 237Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 201Β, Velleius Paterculus (Λατ. Ἱστορικ.) 2. 4, 4.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br /><i>ion.</i> –ή, ῆς (ἡ) :<br />belle-mère, marâtre.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml