μήτρως: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] ωος und ω, acc. μήτρωα, Mutterbruder; Il. 2, 662. 16, 717; Her. 4, 80; oft Pind., dat. μάτρῳ, N. 4, 80, u. μάτρωϊ, I. 6, 24; er braucht es auch = ματροπάτωρ, μάτρωος ἰσώνυμον, Ol. 9, 68 (wie Eur. bei Poll. 3, 16); μάτρωες ἄνδρες übh. für Verwandte von mütterlicher Seite, 6, 77; vgl. Eur. Herc. fur. 43.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] ωος und ω, acc. μήτρωα, Mutterbruder; Il. 2, 662. 16, 717; Her. 4, 80; oft Pind., dat. μάτρῳ, N. 4, 80, u. μάτρωϊ, I. 6, 24; er braucht es auch = ματροπάτωρ, μάτρωος ἰσώνυμον, Ol. 9, 68 (wie Eur. bei Poll. 3, 16); μάτρωες ἄνδρες übh. für Verwandte von mütterlicher Seite, 6, 77; vgl. Eur. Herc. fur. 43.
}}
{{bailly
|btext=ωος (ὁ) :<br />ωϊ (&gt; ῳ), ωα <i>et</i> ων ; <i>plur. touj. de la 3ᵉ décl.</i><br />oncle maternel.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μήτρως''': Δωρ. μᾱτρ-, ὁ· γεν. ωος καὶ ω, αἰτ. ωα καὶ ων· ὁ πληθ. ἀείποτε κατὰ τὴν γ΄ κλίσιν, ὡς τὸ [[πάτρως]]· - πρὸς μητρὸς [[θεῖος]], Ἰλ. Β. 662., Π. 717, Ἡρόδ. 4. 80, κτλ. 2) [[καθόλου]], συγγενὴς πρὸς μητρός, μάτρωες ἄνδρες Πινδ. Π. 6. 130, πρβλ. Ν. 10. 70, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 43. 3) = [[μητροπάτωρ]], Πινδ. Ο. 9. 96.
|lstext='''μήτρως''': Δωρ. μᾱτρ-, ὁ· γεν. ωος καὶ ω, αἰτ. ωα καὶ ων· ὁ πληθ. ἀείποτε κατὰ τὴν γ΄ κλίσιν, ὡς τὸ [[πάτρως]]· - πρὸς μητρὸς [[θεῖος]], Ἰλ. Β. 662., Π. 717, Ἡρόδ. 4. 80, κτλ. 2) [[καθόλου]], συγγενὴς πρὸς μητρός, μάτρωες ἄνδρες Πινδ. Π. 6. 130, πρβλ. Ν. 10. 70, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 43. 3) = [[μητροπάτωρ]], Πινδ. Ο. 9. 96.
}}
{{bailly
|btext=ωος (ὁ) :<br />ωϊ (&gt; ῳ), ωα <i>et</i> ων ; <i>plur. touj. de la 3ᵉ décl.</i><br />oncle maternel.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth