μυέω: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0213.png Seite 213]] in die Mysterien einweihen; μεμυημένος ἐν Σαμοθράκῃ, Ar. Pax 278; δεῖ γὰρ μ υηθῆναί με πρὶν τεθνηκέναι, 371; öfter auch μυεῖσθαι τὰ μεγάλα, sc. μυστήρια, in die großen Mysterien eingeweiht werden, Plut. 845; vgl. Plat. Gorg. 497 c; τὰ Καβείρων [[ὄργια]] μεμύηται, er ist in den geheimen Dienst der Kabiren eingeweiht, Her. 2, 51; auch [[ταῦτα]] τὰ ἐρωτικὰ [[ἴσως]] κἂν σὺ μυηθείης, Plat. Conv. 209 e; oft absol., οἱ μεμυημένοι, die Eingeweihten, Andoc. 1, 28; Isocr. 4, 28 u. Folgde. – Das act. ist selten, wie Dem. 59, 21. – Uebh. = unterrichten, lehren, vgl. Iac. A. P. p. 488, τινά τι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0213.png Seite 213]] in die Mysterien einweihen; μεμυημένος ἐν Σαμοθράκῃ, Ar. Pax 278; δεῖ γὰρ μ υηθῆναί με πρὶν τεθνηκέναι, 371; öfter auch μυεῖσθαι τὰ μεγάλα, sc. μυστήρια, in die großen Mysterien eingeweiht werden, Plut. 845; vgl. Plat. Gorg. 497 c; τὰ Καβείρων [[ὄργια]] μεμύηται, er ist in den geheimen Dienst der Kabiren eingeweiht, Her. 2, 51; auch [[ταῦτα]] τὰ ἐρωτικὰ [[ἴσως]] κἂν σὺ μυηθείης, Plat. Conv. 209 e; oft absol., οἱ μεμυημένοι, die Eingeweihten, Andoc. 1, 28; Isocr. 4, 28 u. Folgde. – Das act. ist selten, wie Dem. 59, 21. – Uebh. = unterrichten, lehren, vgl. Iac. A. P. p. 488, τινά τι.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> μυήσω, <i>ao.</i> ἐμύησα, <i>pf.</i> μεμύηκα;<br />initier aux mystères ; <i>Pass.</i> μυεῖσθαι τὰ [[μεγάλα]] (μυστήρια) AR être initié aux grands mystères ; <i>ou en gén.</i> μ. [[τι]], être initié à qch.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μυέω''': μέλλ. -ήσω, κτλ., ἴδε κατωτ.· (μύω)· - [[εἰσάγω]] εἰς τὰ μυστήρια, κατηχῶ [[διδάσκω]], μυῶν... ἄλλους ξένους Ἀνδοκ. 17. 17· ἐκ τοῦ μυεῖν καὶ ἐποπτεύειν Πλάτ. Ἐπιστ. 333Ε· μυῆσαι Δημ. 1351. 26, Πλούτ. 2. 607Β - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., εἰσάγομαι εἰς τὰ μυστήρια, ὁ βουλόμενος μυέεται Ἡρόδ. 8. 65· ὅσοι μεμυήμεθα Ἀριστοφ. Βάτρ. 456· οἱ μεμυημένοι [[αὐτόθι]] 158, Ἀνδοκ. 4. 40· δεῖ γὰρ μυηθῆναι με, πρὶν τεθνηκέναι Ἀριστοφ. Εἰρ. 375· τὸ μυηθῆναι ἀφ’ ἑστίας φαίνεται ὅτι ἐννοεῖ σεμνοτέραν τινὰ τελετὴν μυήσεως, ἐπιτρεπομένην μόνον εἰς πολίτας Ἀθηναίους ἀμίκτου καταγωγῆς, ἴδε Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 1, σ. 445 κἑξ.· - [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὡς τὸ διδάσκεσθαί τι, [[γίνομαι]] [[μέτοχος]] εἴς τι [[μυστήριον]], [[ὅστις]] τὰ Καβείρων [[ὄργια]] μεμύηται, [[εἶναι]] μεμυημένος εἰς τὰ μυστήρια τῶν Κ., Ἡρόδ. 2. 51· τὰ μεγάλα (ἐξυπακ. μυστήρια) μεμύησαι, πρὶν τὰ σμικρὰ Πλάτ. Γοργ. 497C· τὰ ἐρωτικὰ μυηθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 290Ε, πρβλ. Φαῖδρ. 250C· καὶ ἴδε [[ἐμμυέω]]. ΙΙ. [[καθόλου]], [[διδάσκω]], [[παιδεύω]], μετ’ ἀπαρεμφ., ἐμύησάς τινα [[ἰδεῖν]] Ἀνθ. Π. 7. 385· ἀνὴρ ἐμύησ’ Ἑλικωνίδα (ἐξυπακ. [[εἶναι]]) [[αὐτόθι]] 9. 162. - Παθ., κυβερνᾶν μυηθήσομαι Ἀλκίφρ. 2. 4, 21. ΙΙΙ. Ἐκκλ., [[εἰσάγω]] διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὰ μυστήρια τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας, Ἀποστ. Διατ. 6. 15., 7. 38., 8. 7. κτλ.· ὁ μυούμενος, ὁ [[κατηχούμενος]] πρὸς βάπτισιν, Σωκράτ. 225Α, Σῳζομ. 1436Α. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 117.
|lstext='''μυέω''': μέλλ. -ήσω, κτλ., ἴδε κατωτ.· (μύω)· - [[εἰσάγω]] εἰς τὰ μυστήρια, κατηχῶ [[διδάσκω]], μυῶν... ἄλλους ξένους Ἀνδοκ. 17. 17· ἐκ τοῦ μυεῖν καὶ ἐποπτεύειν Πλάτ. Ἐπιστ. 333Ε· μυῆσαι Δημ. 1351. 26, Πλούτ. 2. 607Β - τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., εἰσάγομαι εἰς τὰ μυστήρια, ὁ βουλόμενος μυέεται Ἡρόδ. 8. 65· ὅσοι μεμυήμεθα Ἀριστοφ. Βάτρ. 456· οἱ μεμυημένοι [[αὐτόθι]] 158, Ἀνδοκ. 4. 40· δεῖ γὰρ μυηθῆναι με, πρὶν τεθνηκέναι Ἀριστοφ. Εἰρ. 375· τὸ μυηθῆναι ἀφ’ ἑστίας φαίνεται ὅτι ἐννοεῖ σεμνοτέραν τινὰ τελετὴν μυήσεως, ἐπιτρεπομένην μόνον εἰς πολίτας Ἀθηναίους ἀμίκτου καταγωγῆς, ἴδε Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 1, σ. 445 κἑξ.· - [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὡς τὸ διδάσκεσθαί τι, [[γίνομαι]] [[μέτοχος]] εἴς τι [[μυστήριον]], [[ὅστις]] τὰ Καβείρων [[ὄργια]] μεμύηται, [[εἶναι]] μεμυημένος εἰς τὰ μυστήρια τῶν Κ., Ἡρόδ. 2. 51· τὰ μεγάλα (ἐξυπακ. μυστήρια) μεμύησαι, πρὶν τὰ σμικρὰ Πλάτ. Γοργ. 497C· τὰ ἐρωτικὰ μυηθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 290Ε, πρβλ. Φαῖδρ. 250C· καὶ ἴδε [[ἐμμυέω]]. ΙΙ. [[καθόλου]], [[διδάσκω]], [[παιδεύω]], μετ’ ἀπαρεμφ., ἐμύησάς τινα [[ἰδεῖν]] Ἀνθ. Π. 7. 385· ἀνὴρ ἐμύησ’ Ἑλικωνίδα (ἐξυπακ. [[εἶναι]]) [[αὐτόθι]] 9. 162. - Παθ., κυβερνᾶν μυηθήσομαι Ἀλκίφρ. 2. 4, 21. ΙΙΙ. Ἐκκλ., [[εἰσάγω]] διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὰ μυστήρια τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας, Ἀποστ. Διατ. 6. 15., 7. 38., 8. 7. κτλ.· ὁ μυούμενος, ὁ [[κατηχούμενος]] πρὸς βάπτισιν, Σωκράτ. 225Α, Σῳζομ. 1436Α. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 117.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> μυήσω, <i>ao.</i> ἐμύησα, <i>pf.</i> μεμύηκα;<br />initier aux mystères ; <i>Pass.</i> μυεῖσθαι τὰ [[μεγάλα]] (μυστήρια) AR être initié aux grands mystères ; <i>ou en gén.</i> μ. [[τι]], être initié à qch.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μύω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR