λεύκη: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] ἡ, 11 die Weißpappel, Ar. Nubb. 1007; dem Herakles heilig, Theocr. 2, 121; Theophr.;<b class="b2"> θιάσους</b> ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λεύκῃ Dem. 18, 260; nach Harpocr. bacchischer Brauch. Aber παρασυλλεγέντες ὑπὸ τὴν λεύκην Andoc. 1, 133, geht auf einen Ort in Athen, wo öffentliche Auctionen gehalten wurden. – 2) der weiße, fressende Aussatz; Her. 1, 138; Hippocr.; übh. weißer Fleck auf der Haut, καὶ ἄλφοι Plat. Tim. 85 a; Arist. gen. anim. 5, 4 u. öfter; Nic. Th. 333 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0033.png Seite 33]] ἡ, 11 die Weißpappel, Ar. Nubb. 1007; dem Herakles heilig, Theocr. 2, 121; Theophr.;<b class="b2"> θιάσους</b> ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λεύκῃ Dem. 18, 260; nach Harpocr. bacchischer Brauch. Aber παρασυλλεγέντες ὑπὸ τὴν λεύκην Andoc. 1, 133, geht auf einen Ort in Athen, wo öffentliche Auctionen gehalten wurden. – 2) der weiße, fressende Aussatz; Her. 1, 138; Hippocr.; übh. weißer Fleck auf der Haut, καὶ ἄλφοι Plat. Tim. 85 a; Arist. gen. anim. 5, 4 u. öfter; Nic. Th. 333 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> peuplier blanc, <i>arbre</i> : [[τῇ]] λεύκῃ ἐστεφανωμένοι DÉM couronnés de feuilles de peuplier blanc;<br /><b>2</b> lèpre blanche, <i>maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[λευκός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λεύκη''': ἡ, [[νόσος]] τις τοῦ δέρματος, καλουμένη [[οὕτως]] ἐκ τοῦ χρώματος· [[εἶδος]] λέπρας ἢ μάλλον ἐλεφαντιάσεως, λέπρην ἢ λεύκην ἔχειν Ἡρόδ. 1. 138· λειχῆνες καὶ λέπραι καὶ λεῦκαι Ἱππ. Προρρ. 114. λ. ἀλφούς τε Πλάτ. Τίμ. 85Α· [[ἐξάνθημα]] ὃ καλεῖται λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 6, πρβλ. Πρβλ. 10. 4 κἑξ.· πρβλ. Foës. Oecon. II. ἡ λευκὴ [[αἴγειρος]], κοινῶς «λεύκα», Λατ. populus alba, [[εὔχρηστος]] πρὸς παρασκευὴν στεφάνων, θιάσους ἐστεφανωμένους τῇ λεύκῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 1007, Δημ. 313. 24· πρβλ. [[ἀχερωίς]], [[αἴγειρος]]. 2) [[τόπος]] ἐν Ἀθήναις, [[ἔνθα]] ἐπωλοῦντο αἱ δημόσιαι πρόσοδοι, πιθανῶς οὕτω κληθεὶς ἐκ δένδρου τινὸς λεύκης ὑπάρχοντος ἐν αὐτῷ, Ἀνδοκ. 17. 24· πρβλ. Böckh. P. E. 2. 26. ΙΙΙ. [[φυτόν]] τι, [[ὡσαύτως]] [[ἀνδρόσακες]], Διοσκ. ἐκ τῶν Νόθων 3. 150. IV. ἐν τῷ πληθ., λευκὰ στίγματα εἰς τοὺς ὄνυχας, κοινῶς «ψεῖρα», Ἀλεξ. Προβλ. 1. 146.
|lstext='''λεύκη''': ἡ, [[νόσος]] τις τοῦ δέρματος, καλουμένη [[οὕτως]] ἐκ τοῦ χρώματος· [[εἶδος]] λέπρας ἢ μάλλον ἐλεφαντιάσεως, λέπρην ἢ λεύκην ἔχειν Ἡρόδ. 1. 138· λειχῆνες καὶ λέπραι καὶ λεῦκαι Ἱππ. Προρρ. 114. λ. ἀλφούς τε Πλάτ. Τίμ. 85Α· [[ἐξάνθημα]] ὃ καλεῖται λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 6, πρβλ. Πρβλ. 10. 4 κἑξ.· πρβλ. Foës. Oecon. II. ἡ λευκὴ [[αἴγειρος]], κοινῶς «λεύκα», Λατ. populus alba, [[εὔχρηστος]] πρὸς παρασκευὴν στεφάνων, θιάσους ἐστεφανωμένους τῇ λεύκῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 1007, Δημ. 313. 24· πρβλ. [[ἀχερωίς]], [[αἴγειρος]]. 2) [[τόπος]] ἐν Ἀθήναις, [[ἔνθα]] ἐπωλοῦντο αἱ δημόσιαι πρόσοδοι, πιθανῶς οὕτω κληθεὶς ἐκ δένδρου τινὸς λεύκης ὑπάρχοντος ἐν αὐτῷ, Ἀνδοκ. 17. 24· πρβλ. Böckh. P. E. 2. 26. ΙΙΙ. [[φυτόν]] τι, [[ὡσαύτως]] [[ἀνδρόσακες]], Διοσκ. ἐκ τῶν Νόθων 3. 150. IV. ἐν τῷ πληθ., λευκὰ στίγματα εἰς τοὺς ὄνυχας, κοινῶς «ψεῖρα», Ἀλεξ. Προβλ. 1. 146.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> peuplier blanc, <i>arbre</i> : [[τῇ]] λεύκῃ ἐστεφανωμένοι DÉM couronnés de feuilles de peuplier blanc;<br /><b>2</b> lèpre blanche, <i>maladie</i>.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[λευκός]].
}}
}}
{{grml
{{grml