καταπροΐξομαι: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataproiksomai
|Transliteration C=kataproiksomai
|Beta Code=kataproi/+comai
|Beta Code=kataproi/+comai
|Definition=Att. [[καταπροίξομαι]], in early writers only fut., later also aor. 1 (v. infr.): used with neg., and usually c. part., [[οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε ὧδε λωβησάμενος καταπροΐξεται]] = <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[he]] shall not [[escape]] [[unpunished]] [[for]] [[thus]] [[insult]]ing [[me]], <span class="bibl">Hdt.3.156</span>; οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες <span class="bibl">Id.5.105</span>, cf. <span class="bibl">7.17</span>; οὔτοι καταπροίξει τάλαντα πολλὰ κλέψας <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>435</span>; [[οὔτοι καταπροίξει τοῦτο δρῶν]] = [[you]] [[shall]] [[not]] [[escape]] [[unpunished]] for doing this, <span class="bibl">Id.<span class="title">V.</span>1366</span>; οὔτοι… καταπροίξει λέγουσα ταυτί <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>566</span>: abs., [[ἐκείνους οὐ καταπροΐξεσθαι ἔφη]] = [[should]] not [[get off]] [[scot-free]], <span class="bibl">Hdt.3.36</span>: without a neg., <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>2.25b</span>: in aor. 1, οὐ μὴν ἐκεῖνός γε παντελῶς κατεπροίξατο Plu.2.10c (<b class="b3">-πράξ-</b> codd.), cf. Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> c. gen. pers., [[ἐμεῦ δ' ἐκεῖνος οὐ καταπροΐξεται]] = he [[shall]] not [[escape]] me [[unpunished]], <span class="bibl">Archil.92</span>; οὔτοι ἐμοῦ… καταπροίξει <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1240</span>; οὔτοι… καταπροίξει Μυρτίας <span class="bibl">Id.<span class="title">V.</span>1396</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> both constructions combined, οὐ καταπροίξῃ αὐτὸς μεθύων νηφούσης γυναικός <span class="bibl">Hdn.1.17.5</span>.--Ion. word, used in colloquial Att. of Com. (Glossed [[προῖκα ἐκφύγοι]] in Suid., δωρεὰν καταγνώσεται in <span class="bibl"><span class="title">EM</span>495.34</span>, and connected by both with [[προΐσσομαι]], [[προΐκτης]]; but perhaps rather from κατα-προ-[[ἱκνέομαι]].)</span>
|Definition=Att. [[καταπροίξομαι]], in early writers only fut., later also aor. 1 (v. infr.): used with neg., and usually c. part., [[οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε ὧδε λωβησάμενος καταπροΐξεται]] =<br><span class="bld">A</span> [[he]] shall not [[escape]] [[unpunished]] [[for]] [[thus]] [[insult]]ing [[me]], [[Herodotus|Hdt.]]3.156; οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες Id.5.105, cf. 7.17; οὔτοι καταπροίξει τάλαντα πολλὰ κλέψας [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''435; [[οὔτοι καταπροίξει τοῦτο δρῶν]] = [[you]] [[shall]] [[not]] [[escape]] [[unpunished]] for doing this, Id.''V.''1366; οὔτοι… καταπροίξει λέγουσα ταυτί Id.''Th.''566: abs., [[ἐκείνους οὐ καταπροΐξεσθαι ἔφη]] = [[should]] not [[get off]] [[scot-free]], [[Herodotus|Hdt.]]3.36: without a neg., Them.''Or.''2.25b: in aor. 1, οὐ μὴν ἐκεῖνός γε παντελῶς κατεπροίξατο Plu.2.10c (-πράξ- codd.), cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">2</span> c. gen. pers., [[ἐμεῦ δ' ἐκεῖνος οὐ καταπροΐξεται]] = he [[shall]] not [[escape]] me [[unpunished]], Archil.92; οὔτοι ἐμοῦ… καταπροίξει Ar.''Nu.''1240; οὔτοι… καταπροίξει Μυρτίας Id.''V.''1396.<br><span class="bld">3</span> both constructions combined, οὐ καταπροίξῃ αὐτὸς μεθύων νηφούσης γυναικός Hdn.1.17.5.—Ion. word, used in colloquial Att. of Com. (Glossed [[προῖκα ἐκφύγοι]] in Suid., δωρεὰν καταγνώσεται in ''EM''495.34, and connected by both with [[προΐσσομαι]], [[προΐκτης]]; but perhaps rather from κατα-προ-[[ἱκνέομαι]].)
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. fut. et ao.</i><br />demeurer impuni (<i>propr.</i> faire gratuitement, <i>càd</i> impunément), <i>d'ord. avec une nég.</i> : ἐκείνους [[οὐ]] καταπροΐξεσθαι ἔφη HDT il dit qu’ils n'échapperaient pas, qu’ils paieraient cela ; avec un part. : [[οὐκ]] ἐμὲ λωβησάμενος καταπροΐξεται HDT il n'échappera pas après m'avoir insulté.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[προῖκα]].
|btext=<i>seul. fut. et ao.</i><br />demeurer impuni (<i>propr.</i> faire gratuitement, <i>càd</i> impunément), <i>d'ord. avec une nég.</i> : ἐκείνους [[οὐ]] καταπροΐξεσθαι ἔφη HDT il dit qu'ils n'échapperaient pas, qu'ils paieraient cela ; avec un part. : [[οὐκ]] ἐμὲ λωβησάμενος καταπροΐξεται HDT il n'échappera pas après m'avoir insulté.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[προῖκα]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταπροΐξομαι:''' атт. [[καταπροίξομαι]] [[προῖκα]] (только fut. и inf. aor. καταπροΐξασθαι) совершать безнаказанно, оставаться безнаказанным: οὐκ, ἐμὲ λωβησάμενος, καταπροΐξεται Her. изувечив меня, (Дарий) не избегнет (моей) мести; οὔ τοι [[ἐμοῦ]] καταπροίξει! Arph. (угроза) ты мне заплатишь (за это)!
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπροΐξομαι:''' Αττ. -προίξομαι (<i>προῖξ</i>), μέλ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]],<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] [[χωρίς]] αντίκτυπο, δηλ. [[ενεργώ]] με [[ασυλία]], ατιμώρητα· χρησιμ. με αρνητ., <i>οὐκ ἐμὲ λωβησάμενος καταπροΐξεται</i>, δεν θα ξεφύγει [[επειδή]] με έχει προσβάλλει, σε Ηρόδ.· <i>οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες</i>, στον ίδ.· [[οὔτοι]] καταπροίξει πολλὰ κλέψας, σε Αριστοφ.· απόλ., <i>ἐκείνους οὐ καταπροΐξεσθαι ἔφη</i>, είπε πως δεν θα ξέφευγαν ατιμώρητοι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[οὔτοι]] [[ἐμοῦ]] καταπροίξει, δεν θα ξεφύγεις από την εκδίκησή μου γι' αυτή την [[αδικία]] προς το πρόσωπό μου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καταπροΐξομαι:''' Αττ. -προίξομαι (<i>προῖξ</i>), μέλ. [[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]],<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] [[χωρίς]] αντίκτυπο, δηλ. [[ενεργώ]] με [[ασυλία]], ατιμώρητα· χρησιμ. με αρνητ., <i>οὐκ ἐμὲ λωβησάμενος καταπροΐξεται</i>, δεν θα ξεφύγει [[επειδή]] με έχει προσβάλλει, σε Ηρόδ.· <i>οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες</i>, στον ίδ.· [[οὔτοι]] καταπροίξει πολλὰ κλέψας, σε Αριστοφ.· απόλ., <i>ἐκείνους οὐ καταπροΐξεσθαι ἔφη</i>, είπε πως δεν θα ξέφευγαν ατιμώρητοι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. προσ., [[οὔτοι]] [[ἐμοῦ]] καταπροίξει, δεν θα ξεφύγεις από την εκδίκησή μου γι' αυτή την [[αδικία]] προς το πρόσωπό μου, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπροΐξομαι:''' атт. [[καταπροίξομαι]] [[προῖκα]] (только fut. и inf. aor. καταπροΐξασθαι) совершать безнаказанно, оставаться безнаказанным: οὐκ, ἐμὲ λωβησάμενος, καταπροΐξεται Her. изувечив меня, (Дарий) не избегнет (моей) мести; οὔ τοι [[ἐμοῦ]] καταπροίξει! Arph. (угроза) ты мне заплатишь (за это)!
}}
}}