3,274,246
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0163.png Seite 163]] bei den Att. auch 2 Endgn, [[mäßig]], das rechte Maaß habend, haltend, nicht zu groß u. nicht zu klein, nicht übermäßig; [[αἰών]], [[βίος]], Hes. O. 308, ein Leben, das zwischen großem Glück u. großem Unglück die Mittelstraße hält; μέτριον νῦν [[ἔπος]] εὔχου, Aesch. Suppl. 1045, mäßig, bescheiden flehe; vgl. [[ὅστις]] τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει τοῦ μετρίου [[παρείς]], Soph. O. C. 1214; ὦ δύστανα γένη βροτῶν, οἷς μὴ [[μέτριος]] [[αἰών]], Phil. 179, von übergroßem Unglück; vgl. οὐ μέτρια πάσχομεν κακά, Eur. Troad. 717; [[ὄχλος]], [[χειμών]], Ion 635 Troad. 683; τῶν μετρίων τοὔνομα νικᾷ, Med. 125; dah. [[μέτριος]] [[ἀνήρ]], Ar. Plut. 245, der auch μέτρια καὶ δίκαια vrbdt, Nubb. 1121; [[μέτριος]] [[πῆχυς]], ein mittleres Ellenmaaß, das zwischen zu lang u. zu kurz die Mitte hält, Her, 1, 72; [[οὔτε]] τοὺς Ἀθηναίους ἐπὶ μετρίοις ποιήσοντας ἃ προὐκαλοῦντο, unter mäßigen Bedingungen, Thuc. 4, 22; μετρίᾳ ἐσθῆτι πρῶτοι ἐχρήσαντο, 1, 6, von den Lacedämoniern gesagt, im Ggstz der üppigen u. weichlichen Kleidung der Ionier; φυλακῇ μετρίᾳ τηρεῖν, ib. 30; τὰ μέτρια ἐπιθεραπεύειν, was Einem zukommt, das Pflichtmäßige, 8, 84; οἱ τὰ μέτρια διενεχθέντες werden den [[μειζόνως]] ἐχθροί entggstzt, 1, 19; πρὸς τοὺς ὑπηκόους μέτριοι ὄντες, mäßig, billig, gerecht, 1, 77; vgl. Pol. 8, 21, 8; [[μέτριος]] [[λόγος]], [[χρόνος]] u. vgl., Plat. Phil. 32 a Rep. V, 460 c u. Folgde, gew. als Lob, der sich immer in der rechten Mitte hält, sich nicht durch Leidenschaft über das rechte Maaß hinausführen läßt, u. daher im Freistaat der gute Bürger, der sich nicht über seine Mitbürger od. über die Gesetze erhebt; [[μέτριος]] τὸν τρόπον, Din. 2, 8; μ. καὶ [[φιλάνθρωπος]], Dem. 21, 185; σώφρονα καὶ μέτριον πρὸς τὴν δίαιταν, im Ggstz von [[ἀσέλγεια]] τῆς δαπάνης, Aesch. 3, 170; Pol. vrbdt μέτριοι καὶ πραεῖς καὶ φιλάνθρωποι, 18, 20, 7; τὰ μέτρια καὶ τὰ ἀναγκαῖα, 1, 18, 11; auch τὰ μέτρια τῶν ἀξιουμένων, billige Forderungen, 26, 1, 2; Plut. vrbdt πράξεις τὸ μέτριον καὶ τὸ χρήσιμον ἡμῖν ἐχούσας, de virt. moral. 4; [[μέτριος]] καὶ [[ἰσότιμος]], Hdn. 2, 4, 18; neben [[ἐπιεικής]], Luc. Vit. auct. 26. – Adv. μετρίως, mäßig, καὶ σωφρόνως πράττειν, Plat. Rep. III, 399 b; μετριώτατα τῇ ψυχῇ προσφέρειν, im richtigsten Maaße, 412 a; hinreichend, δοκεῖ μοι δεδηλῶσθαι μετρίως, Phaedr. 277 b, öfter; aber μετρίως γάρ μοι δοκεῖς εἰρηκέναι ist = angemessen, passend, 236 a u. öfter; καὶ [[οἶμαι]] αὐτὰ μετρίως ἔχειν, Apol. 39 b; μετρίως προειρῆσθαι, Aesch. 1, 3; μετρίως φέρειν τι, geduldig, Pol. 3, 85, 9 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0163.png Seite 163]] bei den Att. auch 2 Endgn, [[mäßig]], das rechte Maaß habend, haltend, nicht zu groß u. nicht zu klein, nicht übermäßig; [[αἰών]], [[βίος]], Hes. O. 308, ein Leben, das zwischen großem Glück u. großem Unglück die Mittelstraße hält; μέτριον νῦν [[ἔπος]] εὔχου, Aesch. Suppl. 1045, mäßig, bescheiden flehe; vgl. [[ὅστις]] τοῦ πλέονος μέρους χρῄζει τοῦ μετρίου [[παρείς]], Soph. O. C. 1214; ὦ δύστανα γένη βροτῶν, οἷς μὴ [[μέτριος]] [[αἰών]], Phil. 179, von übergroßem Unglück; vgl. οὐ μέτρια πάσχομεν κακά, Eur. Troad. 717; [[ὄχλος]], [[χειμών]], Ion 635 Troad. 683; τῶν μετρίων τοὔνομα νικᾷ, Med. 125; dah. [[μέτριος]] [[ἀνήρ]], Ar. Plut. 245, der auch μέτρια καὶ δίκαια vrbdt, Nubb. 1121; [[μέτριος]] [[πῆχυς]], ein mittleres Ellenmaaß, das zwischen zu lang u. zu kurz die Mitte hält, Her, 1, 72; [[οὔτε]] τοὺς Ἀθηναίους ἐπὶ μετρίοις ποιήσοντας ἃ προὐκαλοῦντο, unter mäßigen Bedingungen, Thuc. 4, 22; μετρίᾳ ἐσθῆτι πρῶτοι ἐχρήσαντο, 1, 6, von den Lacedämoniern gesagt, im Ggstz der üppigen u. weichlichen Kleidung der Ionier; φυλακῇ μετρίᾳ τηρεῖν, ib. 30; τὰ μέτρια ἐπιθεραπεύειν, was Einem zukommt, das Pflichtmäßige, 8, 84; οἱ τὰ μέτρια διενεχθέντες werden den [[μειζόνως]] ἐχθροί entggstzt, 1, 19; πρὸς τοὺς ὑπηκόους μέτριοι ὄντες, mäßig, billig, gerecht, 1, 77; vgl. Pol. 8, 21, 8; [[μέτριος]] [[λόγος]], [[χρόνος]] u. vgl., Plat. Phil. 32 a Rep. V, 460 c u. Folgde, gew. als Lob, der sich immer in der rechten Mitte hält, sich nicht durch Leidenschaft über das rechte Maaß hinausführen läßt, u. daher im Freistaat der gute Bürger, der sich nicht über seine Mitbürger od. über die Gesetze erhebt; [[μέτριος]] τὸν τρόπον, Din. 2, 8; μ. καὶ [[φιλάνθρωπος]], Dem. 21, 185; σώφρονα καὶ μέτριον πρὸς τὴν δίαιταν, im Ggstz von [[ἀσέλγεια]] τῆς δαπάνης, Aesch. 3, 170; Pol. vrbdt μέτριοι καὶ πραεῖς καὶ φιλάνθρωποι, 18, 20, 7; τὰ μέτρια καὶ τὰ ἀναγκαῖα, 1, 18, 11; auch τὰ μέτρια τῶν ἀξιουμένων, billige Forderungen, 26, 1, 2; Plut. vrbdt πράξεις τὸ μέτριον καὶ τὸ χρήσιμον ἡμῖν ἐχούσας, de virt. moral. 4; [[μέτριος]] καὶ [[ἰσότιμος]], Hdn. 2, 4, 18; neben [[ἐπιεικής]], Luc. Vit. auct. 26. – Adv. μετρίως, mäßig, καὶ σωφρόνως πράττειν, Plat. Rep. III, 399 b; μετριώτατα τῇ ψυχῇ προσφέρειν, im richtigsten Maaße, 412 a; hinreichend, δοκεῖ μοι δεδηλῶσθαι μετρίως, Phaedr. 277 b, öfter; aber μετρίως γάρ μοι δοκεῖς εἰρηκέναι ist = angemessen, passend, 236 a u. öfter; καὶ [[οἶμαι]] αὐτὰ μετρίως ἔχειν, Apol. 39 b; μετρίως προειρῆσθαι, Aesch. 1, 3; μετρίως φέρειν τι, geduldig, Pol. 3, 85, 9 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />mesuré, modéré, moyen;<br /><b>1</b> <i>en parl. de hauteur, de grandeur</i> μετρία [[πῆχυς]] HDT la coudée moyenne <i>ou</i> ordinaire;<br /><b>2</b> <i>avec idée de temps</i> [[μέτριον]] χρόνον XÉN pendant un temps suffisant;<br /><b>3</b> <i>avec idée de nombre ou de quantité</i> μέτρια ὕδατα PLUT quantités d'eau suffisantes;<br /><b>4</b> <i>avec idée de degré</i> μετρία [[ἐσθής]] THC vêtement simple ; peu nombreux ; μὴ [[μέτριος]] [[αἰών]] SOPH existence non ordinaire <i>(où tout est excessif, le bien ou le mal)</i> ; [[μέτριος]] [[ἀνήρ]] XÉN homme de condition moyenne ; μέτρια κεκτῆσθαι XÉN posséder une fortune moyenne ; τὸ [[μέτριον]], τὰ μέτρια ATT la juste mesure ; ἐπὶ μετρίοις THC à des conditions modérées ; <i>au sens mor.</i> modéré, mesuré, réglé : [[μέτριος]] [[ἀνήρ]] PLAT homme sage, honnête, mesuré dans son langage comme dans sa conduite ; [[μέτριος]] πρὸς τοὺς ὑπηκόους THC modéré à l'égard de ses sujets ; μέτρια τὰ περὶ [[σεαυτοῦ]] λέγεις LUC tu parles de toi avec modestie ; τὸ [[μέτριον]] SOPH vie d'une durée moyenne <i>ou</i> ordinaire ; τὰ μέτρια EUR modération de vie, vie modeste.<br />'''Étymologie:''' [[μέτρον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μέτριος''': -α, -ον, καὶ [[ἐνίοτε]] ος, ον, Πλάτ. Τίμ. 59D· ([[μέτρον]])· ― ὡς καὶ νῦν, 1) ἐπὶ μεγέθους, μ. ἄνδρες, μετρίου ἀναστήματος, συνήθους δηλ., Ἡρόδ. 2. 23· μ. [[πῆχυς]], ὁ [[συνήθης]] π., ὁ αὐτ. ἐν 1. 178· [[οὕτως]] ἐπὶ χρόνου, μ. [[μῆκος]] λόγων, μετρίως μακρὸς [[λόγος]], Πλάτ. Πρωτ. 338Β· μ. χρόνον ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 460Ε, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὀλίγοι, μερικοί, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 12. ΙΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ βαθμοῦ, ὁ σταθερῶς ἐμμένων εἰς τὸν [[μέσον]] ὅρον, Λατ. modestus, σοὶ δ’ ἔργα φίλ’ ἔστω μέτρια κοσμεῖν, [[ἔνθα]] ὁ Τζέτζ. ἑρμηνεύει: «σοὶ δὲ προσφιλῆ ἔστωσαν τὰ μέτρια ἔργα, [[ἤτοι]] τὰ σεμνὰ καὶ μὴ ἀπρεπῆ»· ἀλλ’ ὁ Paley ἑρμηνεύει: ἔχε ἐν τάξει μετρίου μεγέθους γεωργικὴν ἔπαυλιν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 304· μέτριον νῦν [[ἔπος]] εὔχου Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1060· μ. Ἀφροδίτας, [[χάρις]] Εὐρ. Ι. Α. 543, 555· [[σῖτος]] μετριώτατος Ξεν. Λακ. 1, 3· ― [[συχνάκις]] ἐπὶ μέσου τρόπου ἢ [[μέσης]] καταστάσεως, Τραγ., κτλ.· τὸ μέτριον, ὁ [[μέσος]] ὅρος, Λατ. aurea mediocritas, Σοφ. Ο. Κ. 1212, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 716C, κτλ.· οὕτω, τὰ μέτρια Εὐρ. Μήδ. 125· εἴη δ’ ἔμοιγε μέτρια ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 632· μετρίων δέεσθαι Ἡρόδ. 4. 84· τὰ μ. κεκτῆσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2, 6, 22· μ. καὶ δίκαια Ἀριστοφ. Νεφ. 1137· μέτρια πράττειν Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 9· ― οὕτω, μ. [[φιλία]], οὐχὶ πολὺ [[μεγάλη]], Εὐρ. Ἱππ. 253· μετρίων λέκτρων, μετρίων δὲ γάμων... κύρσαι θνητοῖσιν ἄριστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 505· μ. ἐσθῆτι χρῆσθαι, κοινὰ ἐνδύματα, Θουκ. 1. 6· μετρίᾳ φυλακῇ, ἐν οὐχὶ αὐστηρᾷ φυλακῇ, ὁ αὐτ. ἐν 4. 30· [[βίος]] μ. καὶ [[βέβαιος]] Πλάτ. Πολ. 466Β· μ. [[σχῆμα]], [[μετριόφρων]] [[ἱματισμός]], ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 511Ε· μετρίαν οὐσίαν κεκτῆσθαι, ἐπὶ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν μεσαίαν τάξιν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 6, 2· οἱ μέτριοι, οἱ κοινοὶ τῶν ἀνθρώπων, οἱ συνήθεις, Δημ. 228. 20· οὕτω, τὸ μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 4· ― [[ὡσαύτως]], ὅσον οἰόμεθα μέτριον [[εἶναι]] πιεῖν, ἀκριβῶς ἀρκετόν, Πλάτ. Φαίδων 117Β. 2) [[μέτριος]], «ὑποφερτός», [[ἀρκετός]], οἷς μὴ [[μέτριος]] αἰὼν Σοφ. Φιλ. 179 ἀπὸ τῶν μ. ἐπ’ ἀμήχανον [[ἄλγος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 140· μ. [[ἄχθος]] Εὐρ. Ἄλκ. 884· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 717· [[ὡσαύτως]], μ. ἦν χειμὼν φέρειν ὁ αὐτ. ἐν 683· μετρίων δέεσθαι, μέτρια αἰτεῖν, Ἡρόδ. 4. 84· τυγχάνειν τῶν μετρίων Λυσ. 114. 34· τὰ μ., ὅροι ὑποφερτοί, παρὰ Δημ. 283. 6· ἐπὶ μετρίοις Θουκ. 4. 22· μηδὲν μ. λέγειν Πλάτ. Θεαίτ. 181Β· μετριωτάτη ἡ [[δημοκρατία]], ἡ ἐλάχιστον [[ἀφόρητος]], Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 2. 3) ἐπὶ προσώπων [[μέτριος]] κατὰ τὰς ἐπιθυμίας καὶ τὰ ὅμοια, [[μετριόφρων]], [[ἐγκρατής]], Εὐρ. Ἑλ. 1105, Ἀριστοφ. Πλ. 245· μετριώτεροι ἐς τὰ πολιτικὰ Θουκ. 6. 89· μέτρ. πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 816Β· πρὸς δίαιταν Αἰσχίν. 78. 4· ἐν τῷ σίτῳ Ξεν. Κύρ. 5. 2, 17· παρὰ μεταγεν. ἰδίως ἐπὶ ἔρωτος, Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 132Α· ― [[ὡσαύτως]], [[μέτριος]], [[δίκαιος]], [[ἐνάρετος]], Θέογν. 615, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· ἦτο δὲ [[λέξις]] [[σφόδρα]] προσφιλὴς ἐν ταῖς δημοκρατουμέναις πόλεσι, μ. καὶ [[φιλάνθρωπος]] Δημ. 574. 15· μ. ἑαυτὸν παρέχειν ὁ αὐτ. ἐν 559. 2· ― μ. πρὸς τοὺς ὑπηκόους, [[πρᾶος]], [[ἤπιος]] [[πρός]]..., Θουκ. 1. 77. 4) [[ἀνάλογος]], [[ἁρμόδιος]], μισθὸς μ. τοῖς σώφροσι Πλάτ. Τίμ. 18Β· μ. λόγοι Ξεν. Συμπ. 8, 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μέτριοι· ἐπιεικεῖς. μικροί, εὐτελεῖς. καὶ οἱ μεμετρημένην οὐσίαν ἔχοντες». Β. Ἐπίρρ. μετρίως, ἐν τῷ προσήκοντι μέτρῳ, ἐντὸς τῶν ὁρίων, λέγειν Ἡρόδ. 2. 161· ἐν τῷ προσήκοντι μέτρῳ, [[ἄνευ]] ἐξογκώσεων ἢ ἐλαττώσεων, δικαίως, εἰπεῖν Θουκ. 2. 35· μ. διαλέγεσθαι [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 269Α, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 518Β· μ. ἔχειν, ἐν καλῇ ἀναλογίᾳ, δηλ. [[οὔτε]] παρὰ πολὺς [[οὔτε]] [[ὀλίγος]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 191D· μ. ἔχω τοῦ βίου, εἶμαι ἐν μετρίᾳ καταστάσει περιουσίας, Ἡρόδ. 1. 32· ― συγκρ. μετριώτερον (κατωτ. 3), ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] -ωτέρως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9, 3· ὑπερθετ. -ώτατα, Θουκ. 6. 88, κτλ. 2) ἀρκετά, [[ἀρκούντως]], μετρίως κεχόρευται Ἀριστοφ. Νεφ. ἐν τέλ.· μ. εἰρημένα πρὸς τὴν ἐμὴν ἀνάγκην ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 969· μετρίως, ἀρκετὰ καλά, Πλάτ. Νόμ. 936Β, Δημ. 70. 21· τινός, ὡς [[πρός]] τι, Ἡρόδ. 1. 32, Πλάτ. Εὐθύδ. 305D. 3) οὐχὶ ὑπερβολικῶς, χαίρειν Εὐρ. Ι. Α. 921, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 709· ἀποκρίνεσθαι Ξεν. Ἀν. 2. 3, 30· μ. βεβιωκέναι Λυσ. 145. 40· ([[ἀλλά]], μ. διάγειν, εὑρίσκομαι ἐν μετρίᾳ, δηλ. οὐχὶ καλῇ καταστάσει, Ξεν. Ἱέρ. 1. 8)· πενθεῖν μ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισ.» 2· φέρειν Πολύβ. 3. 85, 9· - μὲ δικαίους ὅρους, μ. ξυναλλαγῆναι Θουκ. 4. 19, πρβλ. 20· μὲ καλὸν τρόπον, Πλάτ. Θεαίτ. 161Β, 179Α· ἴδε ἐν λέξ. [[ὀργάζω]]· - συγκρ., μετριώτερον [[πρός]] τινα φρονεῖν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 7. II. τὸ οὐδ. ἑνικ. καὶ πληθ. μέτριον καὶ μετρία [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., μέτριον ἔχειν Πλάτ. Νόμ. 846C· μέτρια βασανισθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 237Β· - [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ μέτριον ἀποκοιμηθῆναι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26· τὰ μέτρια διαφέρεσθαι Θουκ. 4. 19, πρβλ. 8. 84. | |lstext='''μέτριος''': -α, -ον, καὶ [[ἐνίοτε]] ος, ον, Πλάτ. Τίμ. 59D· ([[μέτρον]])· ― ὡς καὶ νῦν, 1) ἐπὶ μεγέθους, μ. ἄνδρες, μετρίου ἀναστήματος, συνήθους δηλ., Ἡρόδ. 2. 23· μ. [[πῆχυς]], ὁ [[συνήθης]] π., ὁ αὐτ. ἐν 1. 178· [[οὕτως]] ἐπὶ χρόνου, μ. [[μῆκος]] λόγων, μετρίως μακρὸς [[λόγος]], Πλάτ. Πρωτ. 338Β· μ. χρόνον ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 460Ε, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὀλίγοι, μερικοί, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 12. ΙΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ βαθμοῦ, ὁ σταθερῶς ἐμμένων εἰς τὸν [[μέσον]] ὅρον, Λατ. modestus, σοὶ δ’ ἔργα φίλ’ ἔστω μέτρια κοσμεῖν, [[ἔνθα]] ὁ Τζέτζ. ἑρμηνεύει: «σοὶ δὲ προσφιλῆ ἔστωσαν τὰ μέτρια ἔργα, [[ἤτοι]] τὰ σεμνὰ καὶ μὴ ἀπρεπῆ»· ἀλλ’ ὁ Paley ἑρμηνεύει: ἔχε ἐν τάξει μετρίου μεγέθους γεωργικὴν ἔπαυλιν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 304· μέτριον νῦν [[ἔπος]] εὔχου Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1060· μ. Ἀφροδίτας, [[χάρις]] Εὐρ. Ι. Α. 543, 555· [[σῖτος]] μετριώτατος Ξεν. Λακ. 1, 3· ― [[συχνάκις]] ἐπὶ μέσου τρόπου ἢ [[μέσης]] καταστάσεως, Τραγ., κτλ.· τὸ μέτριον, ὁ [[μέσος]] ὅρος, Λατ. aurea mediocritas, Σοφ. Ο. Κ. 1212, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 716C, κτλ.· οὕτω, τὰ μέτρια Εὐρ. Μήδ. 125· εἴη δ’ ἔμοιγε μέτρια ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 632· μετρίων δέεσθαι Ἡρόδ. 4. 84· τὰ μ. κεκτῆσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2, 6, 22· μ. καὶ δίκαια Ἀριστοφ. Νεφ. 1137· μέτρια πράττειν Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 9· ― οὕτω, μ. [[φιλία]], οὐχὶ πολὺ [[μεγάλη]], Εὐρ. Ἱππ. 253· μετρίων λέκτρων, μετρίων δὲ γάμων... κύρσαι θνητοῖσιν ἄριστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 505· μ. ἐσθῆτι χρῆσθαι, κοινὰ ἐνδύματα, Θουκ. 1. 6· μετρίᾳ φυλακῇ, ἐν οὐχὶ αὐστηρᾷ φυλακῇ, ὁ αὐτ. ἐν 4. 30· [[βίος]] μ. καὶ [[βέβαιος]] Πλάτ. Πολ. 466Β· μ. [[σχῆμα]], [[μετριόφρων]] [[ἱματισμός]], ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 511Ε· μετρίαν οὐσίαν κεκτῆσθαι, ἐπὶ τῶν ἀνηκόντων εἰς τὴν μεσαίαν τάξιν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 6, 2· οἱ μέτριοι, οἱ κοινοὶ τῶν ἀνθρώπων, οἱ συνήθεις, Δημ. 228. 20· οὕτω, τὸ μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 4· ― [[ὡσαύτως]], ὅσον οἰόμεθα μέτριον [[εἶναι]] πιεῖν, ἀκριβῶς ἀρκετόν, Πλάτ. Φαίδων 117Β. 2) [[μέτριος]], «ὑποφερτός», [[ἀρκετός]], οἷς μὴ [[μέτριος]] αἰὼν Σοφ. Φιλ. 179 ἀπὸ τῶν μ. ἐπ’ ἀμήχανον [[ἄλγος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 140· μ. [[ἄχθος]] Εὐρ. Ἄλκ. 884· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 717· [[ὡσαύτως]], μ. ἦν χειμὼν φέρειν ὁ αὐτ. ἐν 683· μετρίων δέεσθαι, μέτρια αἰτεῖν, Ἡρόδ. 4. 84· τυγχάνειν τῶν μετρίων Λυσ. 114. 34· τὰ μ., ὅροι ὑποφερτοί, παρὰ Δημ. 283. 6· ἐπὶ μετρίοις Θουκ. 4. 22· μηδὲν μ. λέγειν Πλάτ. Θεαίτ. 181Β· μετριωτάτη ἡ [[δημοκρατία]], ἡ ἐλάχιστον [[ἀφόρητος]], Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 2, 2. 3) ἐπὶ προσώπων [[μέτριος]] κατὰ τὰς ἐπιθυμίας καὶ τὰ ὅμοια, [[μετριόφρων]], [[ἐγκρατής]], Εὐρ. Ἑλ. 1105, Ἀριστοφ. Πλ. 245· μετριώτεροι ἐς τὰ πολιτικὰ Θουκ. 6. 89· μέτρ. πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλάτ. Νόμ. 816Β· πρὸς δίαιταν Αἰσχίν. 78. 4· ἐν τῷ σίτῳ Ξεν. Κύρ. 5. 2, 17· παρὰ μεταγεν. ἰδίως ἐπὶ ἔρωτος, Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 132Α· ― [[ὡσαύτως]], [[μέτριος]], [[δίκαιος]], [[ἐνάρετος]], Θέογν. 615, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ.· ἦτο δὲ [[λέξις]] [[σφόδρα]] προσφιλὴς ἐν ταῖς δημοκρατουμέναις πόλεσι, μ. καὶ [[φιλάνθρωπος]] Δημ. 574. 15· μ. ἑαυτὸν παρέχειν ὁ αὐτ. ἐν 559. 2· ― μ. πρὸς τοὺς ὑπηκόους, [[πρᾶος]], [[ἤπιος]] [[πρός]]..., Θουκ. 1. 77. 4) [[ἀνάλογος]], [[ἁρμόδιος]], μισθὸς μ. τοῖς σώφροσι Πλάτ. Τίμ. 18Β· μ. λόγοι Ξεν. Συμπ. 8, 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μέτριοι· ἐπιεικεῖς. μικροί, εὐτελεῖς. καὶ οἱ μεμετρημένην οὐσίαν ἔχοντες». Β. Ἐπίρρ. μετρίως, ἐν τῷ προσήκοντι μέτρῳ, ἐντὸς τῶν ὁρίων, λέγειν Ἡρόδ. 2. 161· ἐν τῷ προσήκοντι μέτρῳ, [[ἄνευ]] ἐξογκώσεων ἢ ἐλαττώσεων, δικαίως, εἰπεῖν Θουκ. 2. 35· μ. διαλέγεσθαι [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 269Α, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 518Β· μ. ἔχειν, ἐν καλῇ ἀναλογίᾳ, δηλ. [[οὔτε]] παρὰ πολὺς [[οὔτε]] [[ὀλίγος]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 191D· μ. ἔχω τοῦ βίου, εἶμαι ἐν μετρίᾳ καταστάσει περιουσίας, Ἡρόδ. 1. 32· ― συγκρ. μετριώτερον (κατωτ. 3), ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] -ωτέρως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 9, 3· ὑπερθετ. -ώτατα, Θουκ. 6. 88, κτλ. 2) ἀρκετά, [[ἀρκούντως]], μετρίως κεχόρευται Ἀριστοφ. Νεφ. ἐν τέλ.· μ. εἰρημένα πρὸς τὴν ἐμὴν ἀνάγκην ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 969· μετρίως, ἀρκετὰ καλά, Πλάτ. Νόμ. 936Β, Δημ. 70. 21· τινός, ὡς [[πρός]] τι, Ἡρόδ. 1. 32, Πλάτ. Εὐθύδ. 305D. 3) οὐχὶ ὑπερβολικῶς, χαίρειν Εὐρ. Ι. Α. 921, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 709· ἀποκρίνεσθαι Ξεν. Ἀν. 2. 3, 30· μ. βεβιωκέναι Λυσ. 145. 40· ([[ἀλλά]], μ. διάγειν, εὑρίσκομαι ἐν μετρίᾳ, δηλ. οὐχὶ καλῇ καταστάσει, Ξεν. Ἱέρ. 1. 8)· πενθεῖν μ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀφροδισ.» 2· φέρειν Πολύβ. 3. 85, 9· - μὲ δικαίους ὅρους, μ. ξυναλλαγῆναι Θουκ. 4. 19, πρβλ. 20· μὲ καλὸν τρόπον, Πλάτ. Θεαίτ. 161Β, 179Α· ἴδε ἐν λέξ. [[ὀργάζω]]· - συγκρ., μετριώτερον [[πρός]] τινα φρονεῖν Ξεν. Κύρ. 4. 3, 7. II. τὸ οὐδ. ἑνικ. καὶ πληθ. μέτριον καὶ μετρία [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., μέτριον ἔχειν Πλάτ. Νόμ. 846C· μέτρια βασανισθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 237Β· - [[ὡσαύτως]] μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ μέτριον ἀποκοιμηθῆναι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 26· τὰ μέτρια διαφέρεσθαι Θουκ. 4. 19, πρβλ. 8. 84. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |