μυλών: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] ῶνος, ὁ (S. Emp. adv. astrol. 94 steht εἰς μύλωνας gegen Arcad. 12, 25), der Ort, wo die Mühle ist, das [[Mühlenhaus]], Din. 1, 23; σιτοποιοὺς ἐκ τῶν μυλώνων πρὸς [[μέρος]] ἠναγκασμένους ἐμμίσθους, Thuc. 6, 22; εἰς μυλῶνα ἐμπεσεῖν, Lys. 1, 18; καταβάλλειν εἰς μυλῶνα, in die Mühle schicken und dort arbeiten lassen, gewöhnliche Strafe der Sklaven, Sp., wie Luc. Vit. Auct. 27; nach Arist. rhet. 3, 10 nannte ein Redner die Trieren ποικίλους μυλῶνας.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0217.png Seite 217]] ῶνος, ὁ (S. Emp. adv. astrol. 94 steht εἰς μύλωνας gegen Arcad. 12, 25), der Ort, wo die Mühle ist, das [[Mühlenhaus]], Din. 1, 23; σιτοποιοὺς ἐκ τῶν μυλώνων πρὸς [[μέρος]] ἠναγκασμένους ἐμμίσθους, Thuc. 6, 22; εἰς μυλῶνα ἐμπεσεῖν, Lys. 1, 18; καταβάλλειν εἰς μυλῶνα, in die Mühle schicken und dort arbeiten lassen, gewöhnliche Strafe der Sklaven, Sp., wie Luc. Vit. Auct. 27; nach Arist. rhet. 3, 10 nannte ein Redner die Trieren ποικίλους μυλῶνας.
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />moulin.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠλών''': -ῶνος, ὁ, τὸ [[οἴκημα]] ἐν ᾧ ὁ [[μύλος]] ἢ μύλοι, Λατ. pistrinum, Θουκ. 6. 22· εἰς μ. [[καταβάλλω]], Λατ. detrudere in pistrinum, [[καταδικάζω]] [δοῦλον] νὰ ἐργάζηται ἐν τῷ μύλῳ, Εὐρ. Κύκλ. 240· [[οὕτως]], εἰς τὸν μ. ἐμπεσεῖν Λυσ. 93. 25· ἐν τῷ μ. [[εἶναι]] Δημ. 1111. 27· μεταφορ., Κηφισόδοτος τὰς τριήρεις ἐκάλει μυλῶνας ποικίλους, ὡς κομιζούσας σῖτον εἰς τὰς Ἀθήνας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7.
|lstext='''μῠλών''': -ῶνος, ὁ, τὸ [[οἴκημα]] ἐν ᾧ ὁ [[μύλος]] ἢ μύλοι, Λατ. pistrinum, Θουκ. 6. 22· εἰς μ. [[καταβάλλω]], Λατ. detrudere in pistrinum, [[καταδικάζω]] [δοῦλον] νὰ ἐργάζηται ἐν τῷ μύλῳ, Εὐρ. Κύκλ. 240· [[οὕτως]], εἰς τὸν μ. ἐμπεσεῖν Λυσ. 93. 25· ἐν τῷ μ. [[εἶναι]] Δημ. 1111. 27· μεταφορ., Κηφισόδοτος τὰς τριήρεις ἐκάλει μυλῶνας ποικίλους, ὡς κομιζούσας σῖτον εἰς τὰς Ἀθήνας, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7.
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />moulin.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer