ναύφρακτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0233.png Seite 233]] mit Schiffen umstellt, umschirmt, vertheidigt; [[ὅμιλος]], Aesch. Pers. 986; Ἰάνων [[ναύφρακτος]] [[Ἄρης]], 950; [[στράτευμα]] ναύφρακτον, Eur. I. A. 1259; bei Ar. Ach. 95, ναύφρακτον βλέπεις, wird »du siehst wie aus dem Ruderloch« übersetzt, vgl. den Schol., der bemerkt, daß ὁ ναυτικὸς [[στρατός]] auch [[ναύφρακτος]] heiße; wahrscheinlich ist mit dem Schol. eine komische Maske, ὀφθαλμὸν ἔχων ἕνα ἐπὶ παντὸς τοῦ προσώπου, anzunehmen, als Karrikaturdarstellung der ὀφθαλμοί des großen Königs; Dind. hat aus Phot. ναύφαρκτον aufgenommen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0233.png Seite 233]] mit Schiffen umstellt, umschirmt, vertheidigt; [[ὅμιλος]], Aesch. Pers. 986; Ἰάνων [[ναύφρακτος]] [[Ἄρης]], 950; [[στράτευμα]] ναύφρακτον, Eur. I. A. 1259; bei Ar. Ach. 95, ναύφρακτον βλέπεις, wird »du siehst wie aus dem Ruderloch« übersetzt, vgl. den Schol., der bemerkt, daß ὁ ναυτικὸς [[στρατός]] auch [[ναύφρακτος]] heiße; wahrscheinlich ist mit dem Schol. eine komische Maske, ὀφθαλμὸν ἔχων ἕνα ἐπὶ παντὸς τοῦ προσώπου, anzunehmen, als Karrikaturdarstellung der ὀφθαλμοί des großen Königs; Dind. hat aus Phot. ναύφαρκτον aufgenommen.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />défendu par des vaisseaux, muni de vaisseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ναύτης]], [[φράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ναύφρακτος''': -ον, ([[φράσσω]]) ὁ ὑπὸ πλοίων πεφραγμένος, Ἰάνων [[ναύφρακτος]] Ἄρης, ἐπὶ τῶν Ἑλλήνων ἐν Σαλαμῖνι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 950· οὕτω, ν. [[ὅμιλος]] [[αὐτόθι]] 1027· [[στράτευμα]] Εὐρ. Ι. Α. 1259· στρατὸς Ἀριστοφ. Ἱππ. 567· - ναύφρακτον βλέπειν (ἴδε ἐν λέξ. ὀφθαλμὸς Ι), «ἐπὶ τοῦ περιαθροῦντος καὶ σεμνῶς ἰόντος» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 95· - ἐν ἅπασι τούτοις τοῖς χωρίοις ὁ Δινδ. ἑπόμενος τῷ Φωτίῳ ἀποκαθιστᾷ τὸν Ἀττικ. τύπον [[ναύφαρκτος]].
|lstext='''ναύφρακτος''': -ον, ([[φράσσω]]) ὁ ὑπὸ πλοίων πεφραγμένος, Ἰάνων [[ναύφρακτος]] Ἄρης, ἐπὶ τῶν Ἑλλήνων ἐν Σαλαμῖνι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 950· οὕτω, ν. [[ὅμιλος]] [[αὐτόθι]] 1027· [[στράτευμα]] Εὐρ. Ι. Α. 1259· στρατὸς Ἀριστοφ. Ἱππ. 567· - ναύφρακτον βλέπειν (ἴδε ἐν λέξ. ὀφθαλμὸς Ι), «ἐπὶ τοῦ περιαθροῦντος καὶ σεμνῶς ἰόντος» (Φώτ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 95· - ἐν ἅπασι τούτοις τοῖς χωρίοις ὁ Δινδ. ἑπόμενος τῷ Φωτίῳ ἀποκαθιστᾷ τὸν Ἀττικ. τύπον [[ναύφαρκτος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />défendu par des vaisseaux, muni de vaisseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ναύτης]], [[φράσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml