3,274,216
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''νέρθεν''': {nérthe(n)}<br />'''Forms''': [[νέρτερος]] [[unterer]]<br />'''Meaning''': [[von unten]], [[unten]], [[unterhalb]],<br />'''See also''': s. [[ἔνερθεν]], [[ἐνέρτερος]].<br />'''Page''' 2,308 | |ftr='''νέρθεν''': {nérthe(n)}<br />'''Forms''': [[νέρτερος]] [[unterer]]<br />'''Meaning''': [[von unten]], [[unten]], [[unterhalb]],<br />'''See also''': s. [[ἔνερθεν]], [[ἐνέρτερος]].<br />'''Page''' 2,308 | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔνερθε]] και [[ἔνερθεν]] και [[νέρθε]] και [[νέρθεν]] και δωρ. τ. [[ἔνερθα]] (Α)<br /><b>1.</b> από [[κάτω]] («[[ἔνερθε]] Ποσειδάων ἐτίναξε γαῖαν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάτω]] ([[χωρίς]] [[έννοια]] κινήσεως) («μαιμήωσι δ' [[ἔνερθε]] πόδες και χεῑρες ὕπερθε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ. με σημ. επιθ.) υποχθόνιοι («οί [[ἔνερθε]] θεοί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[υποχείριος]], [[κάτω]] από την [[εξουσία]] («ἐχθρῶν ἔνερθεν [[ὄντα]]», <b>Σοφ.</b> Φιλ.)<br /><b>5.</b> (ως καταχρηστ. πρόθ. συντάσσεται με γεν. και προτάσσεται ή επιτάσσεται [[αμέσως]]) πιο [[κάτω]], πιο [[βαθιά]] (α. «ἔνερθ' Ἀίδεω», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β. «γῆς ἔνερθ' ᾤχου θανών», <b>Σοφ.</b> αποσπ.)<br /><b>6.</b> α) «[[ἔνερθε]] γῆς» ή «γῆς ἔνερθεν» — [[μέσα]] από τη γη, από τα μύχια της γης<br />β) «ἔνερθ' ὑπὸ γῆς» — στα [[βάθη]] της γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το επίρρ. [[ένερθε]](<i>ν</i>) σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] το αντίθετό του <i>ύπερθε</i>(<i>ν</i>), όπως εξάλλου και το συγγενές του <i>εγέρτερος</i> [[κατά]] το [[υπέρτερος]]. Συνδέθηκε με ουμβρ. <i>nertru</i> «[[αριστερός]]», οσκ. <i>nertra</i>-<i>k</i> «αριστερά», που αντιστοιχούν επακριβώς στο [[νέρτερος]]. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν την [[περιοχή]] που ο [[ήλιος]] [[είναι]] [[χαμηλά]], δύει, δηλ. την αριστερή [[μεριά]] [[αυτού]] που στρέφεται [[προς]] την Ανατολή. Στην [[ίδια]] λεξιλογική [[ομάδα]] φαίνεται ότι ανήκει και το [[ένεροι]], που χρησιμοποιείται όμως μόνο για τους νεκρούς. Πρόκειται ίσως για νεώτερο σχηματισμό της Ελληνικής που, όπως υποστηρίχθηκε, προήλθε από την φρ. <i>οἱ ἐν ἔρᾳ</i> «αυτοί που [[είναι]] [[μέσα]] στη γη» και [[έπειτα]] με συμφυρμό τών [[ένεροι]] και [[νέρθε]](<i>ν</i>), [[νέρτερος]] προήλθαν τα [[ένερθε]](<i>ν</i>), [[ενέρτερος]]]. | |||
}} | }} |