μητίομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] = [[μητιάω]], erdenken, ersinnen; φροντίδι μητίονται τυχεῖν, Pind. P. 2, 92; Hom. nur fut. u. aor., μητίσομαι, μητίσασθαι (vor Wolf falsch μητίσσομαι, μητίσσασθαι); [[αὐτοῦ]] οἱ θάνατον μητίσομαι, ich will ihm den Tod ersinnen, bereiten, Il. 15, 349; ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην, gegen den ich Uebles ersinnen möchte, 18, 27; ἕταροι μέγα [[ἔργον]] ἐμητίσαντο, 12, 373; ὥς κέν τοι ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν, Ap. Rh. 3, 1026.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] = [[μητιάω]], erdenken, ersinnen; φροντίδι μητίονται τυχεῖν, Pind. P. 2, 92; Hom. nur fut. u. aor., μητίσομαι, μητίσασθαι (vor Wolf falsch μητίσσομαι, μητίσσασθαι); [[αὐτοῦ]] οἱ θάνατον μητίσομαι, ich will ihm den Tod ersinnen, bereiten, Il. 15, 349; ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην, gegen den ich Uebles ersinnen möchte, 18, 27; ἕταροι μέγα [[ἔργον]] ἐμητίσαντο, 12, 373; ὥς κέν τοι ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν, Ap. Rh. 3, 1026.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[μητίσομαι]];<br />avoir dans l'esprit, songer, méditer : [[τί]] τινι <i>ou</i> τινά [[τι]], méditer <i>ou</i> machiner qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μῆτις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μητίομαι''': μέλλ. -ίσομαι: ἀόρ. ἐμητισάμην· ἀποθ., ὡς τὸ [[μητιάω]] [[κυρίως]], μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[σχεδιάζω]], μητίσομαι ἔχθεα λυγρὰ Ἰλ. Γ. 416· τοσσάδε μέρμερ’ ἐπ’ ἤματι μητίσασθαι Κ. 48, κτλ.· μέγα [[ἔργον]] ἐμητίσαντο Ὀδ. Μ. 373· οἱ θάνατον μητίσομαι Ἰλ. Ο. 349· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετὰ διπλῆς αἰτ., ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην Ὀδ. Σ. 27· πρβλ. [[μήδομαι]] 2. Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸν μέλλ. καὶ ἀόρ.· οὕτω, πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο Παρμεν. 132· ἀλλ’ ὁ ἐνεστ. [[μητίομαι]] ἀπαντᾷ παρὰ Πινδ. Π. 2. 170. [ῑ ἐν μέλλ. καὶ ἀορ., καὶ μήτῑον Ὀρφ. Ἀργ. 1341· ῐ ἐν τῷ τύπῳ [[μητίομαι]] Πινδ. ἔνθ’ ἀνωτ.].
|lstext='''μητίομαι''': μέλλ. -ίσομαι: ἀόρ. ἐμητισάμην· ἀποθ., ὡς τὸ [[μητιάω]] [[κυρίως]], μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, [[σχεδιάζω]], μητίσομαι ἔχθεα λυγρὰ Ἰλ. Γ. 416· τοσσάδε μέρμερ’ ἐπ’ ἤματι μητίσασθαι Κ. 48, κτλ.· μέγα [[ἔργον]] ἐμητίσαντο Ὀδ. Μ. 373· οἱ θάνατον μητίσομαι Ἰλ. Ο. 349· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μετὰ διπλῆς αἰτ., ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην Ὀδ. Σ. 27· πρβλ. [[μήδομαι]] 2. Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸν μέλλ. καὶ ἀόρ.· οὕτω, πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο Παρμεν. 132· ἀλλ’ ὁ ἐνεστ. [[μητίομαι]] ἀπαντᾷ παρὰ Πινδ. Π. 2. 170. [ῑ ἐν μέλλ. καὶ ἀορ., καὶ μήτῑον Ὀρφ. Ἀργ. 1341· ῐ ἐν τῷ τύπῳ [[μητίομαι]] Πινδ. ἔνθ’ ἀνωτ.].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[μητίσομαι]];<br />avoir dans l'esprit, songer, méditer : [[τί]] τινι <i>ou</i> τινά [[τι]], méditer <i>ou</i> machiner qch contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μῆτις]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth