λιγυρός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] hell, laut tönend, vom durchdringenden, scharfen Ton, vom sausenden, pfeifenden Winde, ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὑπὸ λιγυρῇ, Il. 23, 215, vgl. 5, 526. 13, 590; von der sausenden Peitsche, 11, 532, wie Soph. Ai. 242; von der Stimme der Sirenen, Od. 12, 44. 183, vom hellen Gesange eines Vogels, Il. 14, 290; [[ἀοιδή]], Hes. O. 657 (wie Theocr. 15, 135); σύριγγες, Sc. 278; ἀκόνας λιγυρᾶς, Pind. Ol. 6, 82; sp. D., [[οἴμη]], [[μέλος]], Anacr. 32, 14. 59, 6. Auch in Prosa, τὸ εὔπνουν τοῦ τόπου θερινὸν καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ, Plat. Phaedr. 230 c, schwirrend; λιγυρὰν φωνὴν ἔχει Arist. H. A. 9, 17; Sp., wie [[μέλη]] λιγυρώτατα Luc. Phalar. 1, 11; λιγυρὸν καὶ θρηνῶδες, von der chromatischen Tonleiter, S. Emp. adv. mus. 50. – Uebh. angenehm, reizend, Xen. Cyn. 4, 1 u. Sp. – Adv., λιγυρῶς ἀείδειν, Theocr. 8, 71, Luc. D. Mar. 8, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] hell, laut tönend, vom durchdringenden, scharfen Ton, vom sausenden, pfeifenden Winde, ὦρτο δὲ κῦμα πνοιῇ ὑπὸ λιγυρῇ, Il. 23, 215, vgl. 5, 526. 13, 590; von der sausenden Peitsche, 11, 532, wie Soph. Ai. 242; von der Stimme der Sirenen, Od. 12, 44. 183, vom hellen Gesange eines Vogels, Il. 14, 290; [[ἀοιδή]], Hes. O. 657 (wie Theocr. 15, 135); σύριγγες, Sc. 278; ἀκόνας λιγυρᾶς, Pind. Ol. 6, 82; sp. D., [[οἴμη]], [[μέλος]], Anacr. 32, 14. 59, 6. Auch in Prosa, τὸ εὔπνουν τοῦ τόπου θερινὸν καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῖ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ, Plat. Phaedr. 230 c, schwirrend; λιγυρὰν φωνὴν ἔχει Arist. H. A. 9, 17; Sp., wie [[μέλη]] λιγυρώτατα Luc. Phalar. 1, 11; λιγυρὸν καὶ θρηνῶδες, von der chromatischen Tonleiter, S. Emp. adv. mus. 50. – Uebh. angenehm, reizend, Xen. Cyn. 4, 1 u. Sp. – Adv., λιγυρῶς ἀείδειν, Theocr. 8, 71, Luc. D. Mar. 8, 2.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> qui rend un son aigu <i>ou</i> sifflant;<br /><b>2</b> qui rend un son clair <i>ou</i> mélodieux;<br /><i>Cp.</i> λιγυρώτερος, <i>Sp.</i> λιγυρώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[λιγύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐγῠρός''': -ά, -όν, Αἰολ. θηλ. [[λιγούρα]], ὃ ἴδε· - ὡς τὸ [[λιγύς]], [[καθαρός]], [[εὐκρινής]], συρίζων, [[ὀξύς]], [[ἰσχυρός]], ὦρτο δὲ [[κῦμα]] πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Ἰλ. Ψ. 215, πρβλ. Ε. 526., Ν. 590· ἐπὶ μάστιγος, Λ. 532, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 242· λ. ἀκόνα (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀκόνη]])· λιγυρὰ ἄχεα, θλίψεις ἐκδηλούμεναι δι’ ὀξυφώνων θρήνων, Εὐρ. Μήδ. 205· - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[λιγύς]], ἐπὶ ἤχου καθαροῦ, εὐκρινοῦς καὶ ἡδέος ὡς τοῦ τῶν Σειρήνων, λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ Ὀδ. Μ. 44· λιγυρὴν ἔντυνον ἀοιδὴν [[αὐτόθι]] 183· ἐπὶ πτηνοῦ, Ἰλ. Ξ. 290· ἐπὶ ἀκρίδων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 581· λ. σύριγγες ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρακλ. 278· - μεταφορ., ἐπὶ ποιητῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 657, Θεόκρ. 15. 135, κτλ.· - οὐδέτερ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., λιγυρὰ ἀείδειν Θεόγν. 939· οὕτω, λιγυρῶς Θεόκρ. 8. 71· - ποιητ. λέξ., ἔσθ’ ὅτε ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς πεζολόγοις, λιγυρὸν ὑπηχεῖ, ἠχεῖ καθαρά, εὐκρινῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 230C· φωνὴ λ., ἀντίθετον τῷ λαμπρά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. π. Ἀκουστ. 65, 66· καὶ συχν. παρὰ Πλουτ., Λουκ., κλ.· - μεταφορ., συμβιῶναι... [[ἥδιστος]] καὶ λιγυρώτατος Ἰσοκρ. 414Α. ΙΙ. [[μαλακός]], [[εὔκαμπτος]], ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 1.
|lstext='''λῐγῠρός''': -ά, -όν, Αἰολ. θηλ. [[λιγούρα]], ὃ ἴδε· - ὡς τὸ [[λιγύς]], [[καθαρός]], [[εὐκρινής]], συρίζων, [[ὀξύς]], [[ἰσχυρός]], ὦρτο δὲ [[κῦμα]] πνοιῇ ὕπο λιγυρῇ Ἰλ. Ψ. 215, πρβλ. Ε. 526., Ν. 590· ἐπὶ μάστιγος, Λ. 532, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 242· λ. ἀκόνα (ἴδε ἐν λέξ. [[ἀκόνη]])· λιγυρὰ ἄχεα, θλίψεις ἐκδηλούμεναι δι’ ὀξυφώνων θρήνων, Εὐρ. Μήδ. 205· - [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[λιγύς]], ἐπὶ ἤχου καθαροῦ, εὐκρινοῦς καὶ ἡδέος ὡς τοῦ τῶν Σειρήνων, λιγυρῇ θέλγουσιν ἀοιδῇ Ὀδ. Μ. 44· λιγυρὴν ἔντυνον ἀοιδὴν [[αὐτόθι]] 183· ἐπὶ πτηνοῦ, Ἰλ. Ξ. 290· ἐπὶ ἀκρίδων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 581· λ. σύριγγες ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρακλ. 278· - μεταφορ., ἐπὶ ποιητῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 657, Θεόκρ. 15. 135, κτλ.· - οὐδέτερ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., λιγυρὰ ἀείδειν Θεόγν. 939· οὕτω, λιγυρῶς Θεόκρ. 8. 71· - ποιητ. λέξ., ἔσθ’ ὅτε ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς πεζολόγοις, λιγυρὸν ὑπηχεῖ, ἠχεῖ καθαρά, εὐκρινῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 230C· φωνὴ λ., ἀντίθετον τῷ λαμπρά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 2, πρβλ. π. Ἀκουστ. 65, 66· καὶ συχν. παρὰ Πλουτ., Λουκ., κλ.· - μεταφορ., συμβιῶναι... [[ἥδιστος]] καὶ λιγυρώτατος Ἰσοκρ. 414Α. ΙΙ. [[μαλακός]], [[εὔκαμπτος]], ἐπὶ τῆς οὐρᾶς τῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 1.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> qui rend un son aigu <i>ou</i> sifflant;<br /><b>2</b> qui rend un son clair <i>ou</i> mélodieux;<br /><i>Cp.</i> λιγυρώτερος, <i>Sp.</i> λιγυρώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[λιγύς]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth