καταβραβεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1341.png Seite 1341]] als Kampfrichter gegen Einen entscheiden, übh. verurtheilen; Dem. 21, 93 ἐπιστάμεθα Στράτωνα ὑπὸ Μειδίου καταβραβευθέντα; Sp., wie Schol. H. 1, 399.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1341.png Seite 1341]] als Kampfrichter gegen Einen entscheiden, übh. verurtheilen; Dem. 21, 93 ἐπιστάμεθα Στράτωνα ὑπὸ Μειδίου καταβραβευθέντα; Sp., wie Schol. H. 1, 399.
}}
{{bailly
|btext=prononcer contre qqn par suite d'intrigues ; évincer, frustrer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βραβεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταβρᾰβεύω''': [[καταδικάζω]] τινὰ ὡς βραβέα, [[ἑπομένως]], στερῶ τινα τοῦ βραβείου, στερῶ τῶν δικαίων του, ἀδικῶ αὐτόν, μετ’ αἰτ., Ἐπιστ. π. Κολ. β΄, 18, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 399, Εὐστ. ― Παθ., ὑπὸ Μειδίου καταβραβευθέντα, ἀδίκως καταδικασθέντα κατὰ τὴν δίκην του διὰ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Μειδίου, Δημ. 544 ἐν τέλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καταβραβεύεται· κατακρίνεται. καταγωνίζεται».
|lstext='''καταβρᾰβεύω''': [[καταδικάζω]] τινὰ ὡς βραβέα, [[ἑπομένως]], στερῶ τινα τοῦ βραβείου, στερῶ τῶν δικαίων του, ἀδικῶ αὐτόν, μετ’ αἰτ., Ἐπιστ. π. Κολ. β΄, 18, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 399, Εὐστ. ― Παθ., ὑπὸ Μειδίου καταβραβευθέντα, ἀδίκως καταδικασθέντα κατὰ τὴν δίκην του διὰ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Μειδίου, Δημ. 544 ἐν τέλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καταβραβεύεται· κατακρίνεται. καταγωνίζεται».
}}
{{bailly
|btext=prononcer contre qqn par suite d'intrigues ; évincer, frustrer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βραβεύω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR