καθυφίημι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1290.png Seite 1290]] (s. [[ἵημι]]), nachlassen, preisgeben, verrathen; ἐάν τις ἑκὼν καθυφῇ τοῖς ἐναντίοις καὶ προδῷ τὸν καιρόν Dem. 19, 6; wie praevaricari, als Sachwalter so treulos zu Werke gehen, daß man dem Gegner den Vortheil in die Hände spielt, πεισθεὶς ἀργυρίῳ καθυφεὶς τὸν ἀγῶνα 21, 39, vgl. 18, 107; von dem Proceß abstehen, ihn fallen lassen, ἀπαλλαγῆναι καὶ καθυφεῖναι τὸν ἀγῶνα 21, 151, vgl. 23, 96; μηδὲ καθυφῇς τι τῶν δικαίων τοῦ πατρός Luc. Prom. 5; – καθυφῆκεν τὴν [[προῖκα]] τῆς ἀδελφῆς Dem. 29, 35. – Med. nachgeben, ὡς οὐ χρὴ καθυφίεσθαι τοῖς ἐν Πειραιεῖ Xen. Hell. 2, 4, 22; feig nachgeben, preisgeben, εἰ καθυφείμεθά τι τῶν πραγμάτων Dem. 3, 8; καθυφεῖντο ἑαυτούς Pol. 3, 60, 4; von feigen Soldaten Polyaen. 8, 24, 1 καθυφιεμένους ἐν ταῖς μάχαις.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1290.png Seite 1290]] (s. [[ἵημι]]), nachlassen, preisgeben, verrathen; ἐάν τις ἑκὼν καθυφῇ τοῖς ἐναντίοις καὶ προδῷ τὸν καιρόν Dem. 19, 6; wie praevaricari, als Sachwalter so treulos zu Werke gehen, daß man dem Gegner den Vortheil in die Hände spielt, πεισθεὶς ἀργυρίῳ καθυφεὶς τὸν ἀγῶνα 21, 39, vgl. 18, 107; von dem Proceß abstehen, ihn fallen lassen, ἀπαλλαγῆναι καὶ καθυφεῖναι τὸν ἀγῶνα 21, 151, vgl. 23, 96; μηδὲ καθυφῇς τι τῶν δικαίων τοῦ πατρός Luc. Prom. 5; – καθυφῆκεν τὴν [[προῖκα]] τῆς ἀδελφῆς Dem. 29, 35. – Med. nachgeben, ὡς οὐ χρὴ καθυφίεσθαι τοῖς ἐν Πειραιεῖ Xen. Hell. 2, 4, 22; feig nachgeben, preisgeben, εἰ καθυφείμεθά τι τῶν πραγμάτων Dem. 3, 8; καθυφεῖντο ἑαυτούς Pol. 3, 60, 4; von feigen Soldaten Polyaen. 8, 24, 1 καθυφιεμένους ἐν ταῖς μάχαις.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καθυφήσω, <i>ao.</i> καθυφῆκα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> céder par-dessous, <i>càd</i> par une transaction frauduleuse;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> céder, abandonner, renoncer à, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> καθυφίεμαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> transiger frauduleusement, prévariquer;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se laisser aller, <i>d'où</i><br /><b>1</b> céder : τινι à qqn;<br /><b>2</b> traiter négligemment <i>en parl. d'un médecin</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑφίημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καθυφίημι''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ὑφίημι]], ἀφίνω, παραμελῶ δολίως, καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῇ τοῖς ἐναντίοις καὶ προδῷ Δημ. 343. 3, πρβλ. 206. 17., 854. 29, Λουκ. Προμ. 5: - ἰδίως ἐν δίκῃ, καθ. τὸν ἀγῶνα, δολίως [[διεξάγω]], [[διακινδυνεύω]] τὴν δίκην, Λατ. praevaricari, Δημ. 563. 20· οὐ τῷ μὴ καθυφιέναι [[ταῦτα]] σεμνύνομαι ὁ αὐτ. 262. 12· ἀπολ., καθυφέντων τῶν κατηγόρων, ἐγκαταλιπόντων τὴν ἀγωγήν, ὁ αὐτ. 652. 22: - [[ὡσαύτως]] ἀμεταβ., ἀποσύρομαι, μετὰ γεν., Κλήμ. Ἀλ. 287. ΙΙ. Μέσ., καθυφίεσθαί τινι, ὑποχωρεῖν, Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 23· καθυφίεσθαι ἔν τινι, γίνεσθαι νωθρόν, ἀμελεῖν, π.χ. ἐν μάχαις, Πολύαιν. 8. 24, 1, πρβλ. Λουκ. ἐν Ἀποκηρυττ. 7. 2) εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] τὸ μέσ. μετὰ παθ. πρκμ., ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργείας ὡς τὸ ἐνεργ., εἰ καθυφείμεθά τι τῶν πραγμάτων Δημ. 30. 25· καθυφίεσθαι ἑαυτὸν Πολύβ. 3. 60, 4· ἐπ’ ἀργυρίῳ τὸ [[τίμημα]] καθυφειμένος Πλουτ. Κικ. 8· οὐδέν... καθυφηκάμην Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 16, 4· ἐπὶ ἰατροῦ, ἀμελῶς [[θεραπεύω]], Λουκ. Ἀποκηρυττ. 7.
|lstext='''καθυφίημι''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ὑφίημι]], ἀφίνω, παραμελῶ δολίως, καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῇ τοῖς ἐναντίοις καὶ προδῷ Δημ. 343. 3, πρβλ. 206. 17., 854. 29, Λουκ. Προμ. 5: - ἰδίως ἐν δίκῃ, καθ. τὸν ἀγῶνα, δολίως [[διεξάγω]], [[διακινδυνεύω]] τὴν δίκην, Λατ. praevaricari, Δημ. 563. 20· οὐ τῷ μὴ καθυφιέναι [[ταῦτα]] σεμνύνομαι ὁ αὐτ. 262. 12· ἀπολ., καθυφέντων τῶν κατηγόρων, ἐγκαταλιπόντων τὴν ἀγωγήν, ὁ αὐτ. 652. 22: - [[ὡσαύτως]] ἀμεταβ., ἀποσύρομαι, μετὰ γεν., Κλήμ. Ἀλ. 287. ΙΙ. Μέσ., καθυφίεσθαί τινι, ὑποχωρεῖν, Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 23· καθυφίεσθαι ἔν τινι, γίνεσθαι νωθρόν, ἀμελεῖν, π.χ. ἐν μάχαις, Πολύαιν. 8. 24, 1, πρβλ. Λουκ. ἐν Ἀποκηρυττ. 7. 2) εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] τὸ μέσ. μετὰ παθ. πρκμ., ἐν χρήσει ἐπὶ ἐνεργείας ὡς τὸ ἐνεργ., εἰ καθυφείμεθά τι τῶν πραγμάτων Δημ. 30. 25· καθυφίεσθαι ἑαυτὸν Πολύβ. 3. 60, 4· ἐπ’ ἀργυρίῳ τὸ [[τίμημα]] καθυφειμένος Πλουτ. Κικ. 8· οὐδέν... καθυφηκάμην Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 2. 16, 4· ἐπὶ ἰατροῦ, ἀμελῶς [[θεραπεύω]], Λουκ. Ἀποκηρυττ. 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καθυφήσω, <i>ao.</i> καθυφῆκα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> céder par-dessous, <i>càd</i> par une transaction frauduleuse;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> céder, abandonner, renoncer à, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> καθυφίεμαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> transiger frauduleusement, prévariquer;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se laisser aller, <i>d'où</i><br /><b>1</b> céder : τινι à qqn;<br /><b>2</b> traiter négligemment <i>en parl. d'un médecin</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑφίημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml