3,274,921
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1493.png Seite 1493]] ὁ u. ἡ, nach Moeris der attische Ausdruck für [[ἀγριέλαιος]], der wilde Oelbaum, Ar. Av. 621 u. Sp., wie Plut. Fab. 20. Aus seinen Zweigen wurden die Kränze für die olympischen Sieger geflochten, κοτίνου [[στέφανος]], Ar. Plut. 586. 592, Archi. 1 (IX, 357); vgl. Paus. 6, 13, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1493.png Seite 1493]] ὁ u. ἡ, nach Moeris der attische Ausdruck für [[ἀγριέλαιος]], der wilde Oelbaum, Ar. Av. 621 u. Sp., wie Plut. Fab. 20. Aus seinen Zweigen wurden die Kränze für die olympischen Sieger geflochten, κοτίνου [[στέφανος]], Ar. Plut. 586. 592, Archi. 1 (IX, 357); vgl. Paus. 6, 13, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />olivier sauvage, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG sans doute emprunt.<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀγριέλαιος]], [[ἔλαιος]], [[πυρκαϊά]], [[φυλία]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κότῐνος''': ὁ καὶ ἡ, ἀγρία [[ἐλαία]] (τὸ [[δένδρον]]), Λατ. oleaster, Ἀριστοφ. Ὄρν. 621, Πλ. 943· ἐξ αὑτῆς ἐγίνοντο οἱ στέφανοι κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας (Ἀνθ. Π. 9. 357), τοὺς νικῶντας στεφανώσας κοτίνου στεφάνου Ἀριστοφ. Πλ. 586, πρβλ. 592 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ., ἑπόμενος τῷ Πόρσωνι, κοτινῷ στεφάνῳ, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθέτου, κοτινόεις, -οῦς), πρβλ. Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2, Κλήμ. Ἀλ. 672, Ἀνθ. Π. 357, Σχολ. Πλάτ. Φαῖδρ. 236Β (κατ’ οὐδέτ. κότινον, τό), [[ἔνθα]] λέγεται ὅτι διαφέρει τῆς ἀγριελαίας· πρβλ. καὶ [[ἔλαιος]], [[φαύλιος]]. | |lstext='''κότῐνος''': ὁ καὶ ἡ, ἀγρία [[ἐλαία]] (τὸ [[δένδρον]]), Λατ. oleaster, Ἀριστοφ. Ὄρν. 621, Πλ. 943· ἐξ αὑτῆς ἐγίνοντο οἱ στέφανοι κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας (Ἀνθ. Π. 9. 357), τοὺς νικῶντας στεφανώσας κοτίνου στεφάνου Ἀριστοφ. Πλ. 586, πρβλ. 592 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ., ἑπόμενος τῷ Πόρσωνι, κοτινῷ στεφάνῳ, ὡς εἰ ἐξ ἐπιθέτου, κοτινόεις, -οῦς), πρβλ. Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2, Κλήμ. Ἀλ. 672, Ἀνθ. Π. 357, Σχολ. Πλάτ. Φαῖδρ. 236Β (κατ’ οὐδέτ. κότινον, τό), [[ἔνθα]] λέγεται ὅτι διαφέρει τῆς ἀγριελαίας· πρβλ. καὶ [[ἔλαιος]], [[φαύλιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |